ΟΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ

ΟΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ

ΛΑΟΣ ΠΟΥ ΧΑΝΕΙ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ.

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Β΄ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ - Η ΑΚΑΝΘΟΣ

Η Άκανθος ήταν πόλη της αρχαίας Μακεδονίας. Ιδρύθηκε γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα από Ίωνες αποίκους της Άνδρου ή της Άνδρου και της Χαλκίδας, συγχρόνως με την ίδρυση τριών άλλων γνωστών αποικιών στην περιοχή, της Σάνης (Ν. Ρόδα), των Σταγείρων και της Αργίλου λίγο βορειότερα, της παλιότερης ελληνικής αποικίας στην περιοχή του Στρυμόνα. Από τα τέλη του 6ου αιώνα η Άκανθος βρίσκεται σε μια κατάσταση χειραφέτησης από την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών και κατά την διάρκεια των Μηδικών πολέμων αποτέλεσε σταθμό για τα στρατεύματα του Μαρδόνιου καθώς και του Ξέρξη. Με την λήξη των Περσικών πολέμων, η Άκανθος τάσσεται στο πλευρό των Αθηναίων και γίνεται μέλος της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας ενώ στην συνέχεια στην συνάπτει συμμαχία με τον βασιλιά της Σπάρτης Βρασίδα στο 424 π.Χ. Στις αρχές του 4ου αιώνα τάσσεται εναντίον της Ολύνθου και κατά συνέπεια της σύστασης της Ολυνθιακής Συμπολιτείας. Με την επικράτηση των Μακεδόνων, η Άκανθος καταλαμβάνεται από τον Φίλιππο Β’ το 348 π.Χ., χωρίς όμως να καταστραφεί. Η Άκανθος κατακτάται και καταστρέφεται από τους Ρωμαίους γύρω στα 200 π.Χ., κατά την διάρκεια του Β’ Μακεδονικού Πολέμου. Η αρχαία Άκανθος απλωνόταν σε τρεις λόφους του όρους Στρατόνικου σε μία έκταση περίπου 560 στρεμμάτων. Τα λείψανα, που είναι ορατά σήμερα, είναι κυρίως τμήματα από την οχύρωση της πόλης, δημόσια κτίσματα, σπίτια και η θεμελίωση ενός ναού - πιθανότατα της θεάς Αθηνάς - στην κορυφή του λόφου. Οι ανασκαφές στην περιοχή ξεκίνησαν πριν από 40 περίπου χρόνια στο νεκροταφείο της Ακάνθου, ακριβώς πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η σημερινή Ιερισσός. Έχουν ερευνηθεί περισσότεροι από 14.000 που χρονολογούνται από τους αρχαϊκούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Τα περισσότερα ευρήματα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πολυγύρου. Ανάμεσα στο αρχαίο νεκροταφείο και τον οικισμό ήταν εγκατεστημένα τα εργαστήρια της αρχαίας πόλης, όπου μεταξύ άλλων κατασκευάζονταν και εμπορικοί αμφορείς για την μεταφορά του γνωστού από τις αρχαίες πηγές "ακάνθιου οίνου".

26 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1827 Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΑΠΑΝΑΓΟΥΣ - ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ

Το 1827 η στρατιά του Ιμπραήμ συνέχιζε την καταστροφή τής Πελοποννήσου. Τότε ο Κολοκοτρώνης είχε φτάσει ως τους Λαπαναγούς και είχε δώσει εντολή στους τοπικούς οπλαρχηγούς να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ με κάθε τρόπο. Στις 26 Αυγούστου εκείνου του χρόνου ο στρατός του Ιμπραήμ πέρασε και στρατοπέδευσε έξω από τους Λαπαναγούς με αρχηγούς τον Ντελή Αχμέτ και τον Νενέκο. Την άλλη μέρα, στις 27 του Αυγούστου, οι Έλληνες αγωνιστές (1.ΟΟΟ Καλαβρυτινοί, 3ΟΟ Αιγιώτες, 5ΟΟ Καρυτινοί και 1ΟΟ Σουλιώτες) περίμεναν τον τούρκικο στρατό στον λόφο Λαγό με ταμπούρια, των οποίων τα υπολείμματα σώζονται έως και σήμερα. Οι Έλληνες πήραν την νίκη λόγω της στρατηγικής τοποθεσίας που επέλεξαν . Έτσι οι Τούρκοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή με 4ΟΟ νεκρούς και 3ΟΟ τραυματίες, ενώ οι Έλληνες άφησαν το πεδίο της μάχης με μόλις 3 νεκρούς και 10 τραυματίες

26 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1821 ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΒΑΣΙΛΙΚΑ


Οι Τούρκοι μετά την περιστολή της επανάστασης στη Μακεδονία προχώρησαν μέσω Λάρισας προς τη Λαμία, με σκοπό να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Οι οπλαρχηγοί της Ανατολικής Ελλάδας πληροφορήθηκαν την εκστρατεία αυτή και μαζεύτηκαν στην Εργίνα της Βουδουνίτσας για να αποφασίσουν την επόμενή τους κίνηση. Αποφάσισαν να εμποδίσουν την προέλαση των Τούρκων καταλαμβάνοντας την θέση των Βασιλικών. Αυτό πρότεινε ο Δυοβουνιώτης. Ο Παπά-Ανδρέας Κοκοβιτσιανός με τριακόσιους άνδρες κατέλαβε το πυκνό δάσος κοντά στην είσοδο της κοιλάδας. Ο Αντώνιος Κοντοστόπουλος και ο Κωνσταντής Καλύβας με άλλους εξακόσιους τοποθετήθηκε στο εσωτερικό της κοιλάδας, ενώ ο Δυοβουνιώτης μαζί με τον γιο του και άλλους χίλιους εκατό πιάσαν την έξοδο.
Στις 26 Αυγούστου 1821 το τουρκικό ιππικό δύναμης δύο χιλιάδων που είχε σταλεί προς αναγνώριση του στενωπού αποδεκατίστηκε. Δύο μέρες αργότερα, στις 28 Αυγούστου ο Μπεϊράμ Πασάς κινήθηκε με όλο του τον στρατό κατά του Κοντοστόπουλου και Καλύβα. Οι Δυοβουνιώτηδες, ο Πανουργιάς και ο Γκούρας ήρθαν να ενισχύσουν, ενώ ο Παπά-Ανδρέας Κοκοβιτσιανός του επιτέθηκε από τα νώτα. Ακολούθησε γενναία μάχη, την οποία νίκησαν οι Έλληνες. Οι Τούρκοι με την δύση του ήλιου τράπηκαν σε φυγή προς την Πλατανιά, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης χίλιους νεκρούς και τραυματίες. Μεταξύ των νεκρών βρίσκονταν και ο Μεμήν Πασάς, τον οποίο σκότωσε ιδιοχείρως ο Γκούρας. Επίσης οκτακόσια άλογα, 2 πυροβόλα και 18 σημαίες. Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν δέκα και τραυματίσητκαν 30, μεταξύ των οποίων και ο οπλαρχηγός Κοντοστόπουλος.

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

16 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1949 ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΑΝΤΑΡΤΩΝ

H τελική επιχείρηση για την κατάληψη των θέσεων των ανταρτών, έγινε από τον κυβερνητικό στρατό με φάση το επιτελικό σχέδιο "Πυρσός" που εξελίχθηκε σε διαδοχικές φάσεις.

Το σχέδιο "Πυρσός" προέβλεπε τρεις διαδοχικές επιθετικές ενέργειες για την εκκαθάριση του "φυσικού οχυρού" του Γράμμου από τις δυνάμεις των ανταρτών.

Ο "Πυρσός Α΄" (2-8 Αυγούστου 1949) στην ουσία ήταν μία παραπλανητική επιχείρηση την οποία θα εκτελούσαν μονάδες του Α' Σώματος Στρατού για να δώσουν στον αντίπαλο την εντύπωση ότι η κύρια προσπάθεια ήταν κατά των δυνάμεων που είχαν καθηλωθεί στον Γράμμο, οι οποίες ενδεχομένως θα ενισχύονταν από άλλες που θα άφηναν τα καταφύγιά τους στο Βίτσι σπεύδοντας προς βοήθειά τους.

Έχοντας απέναντί τους δύο "Μεραρχίες" ανταρτών ελαττωμένης συνθέσεως (περίπου 5000), 16 πυροβόλα, δύο βαρείς όλμους των 120 χιλ. και άπειρα αντιαρματικά και αντιαεροπορικά πυροβόλα, οι δυνάμεις του Στρατού, υποστηριζόμενες από δύο συντάγματα πεδινού πυροβολικού και από την Αεροπορία, όχι μόνο πέτυχαν τον αντικειμενικό τους σκοπό καταλαμβάνοντας τον βορειοανατολικό και νότιο Γράμμο, αλλά κατέλαβαν και τα οχυρά σημεία 1425 "Ταμπούρι" και 1356.

Η επιχείρηση Πυρσός Β' διεξήχθη από τις 10 έως τις 16 Αυγούστου 1949 στο Βίτσι, μια ισχυρά οργανωμένη από τους αντάρτες περιοχή, με τα γιουγκοσλαβικά σύνορα στον βορρά, τα αλβανικά στα δυτικά και νοτιοδυτικά και την πλαγιά του όρους Βαρνούς στα ανατολικά της. Τις δυνάμεις που προστάτευαν το Βίτσι και το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών, αποτελούν δύο "Μεραρχίες" συν δύο "Ταξιαρχίες", Κέντρα Εκπαιδεύσεως και Σχηματισμοί ενώ στην διάθεσή τους οι περίπου 8000 υπερασπιστές του Βίτσι είχαν 45 ορεινά πυροβόλα, 15 αντιαεροπορικά και δύο αντιαρματικά. Από την άλλη πλευρά έτοιμες για δράση οι II,IX,X,XI,XV Μεραρχίες του Β' Σώματος Στρατού, η III Μεραρχία Καταδρομών, το 12ο Ελαφρύ Σύνταγμα Πεζικού και έξι Τάγματα Εθνοφρουρών (ΤΕ) υποστηριζόμενα από τέσσερα Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού, τρεις Μοίρες Μέσου Πυροβολικού, τέσσερις Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού, τα II και IX Συντάγματα Αναγνωρίσεως (μείον Ιλη), την XI Ιλη Αρμάτων και βεβαίως από τον "φύλακα-άγγελό" τους, την Αεροπορία. Μάλιστα προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες του Στρατού η Αεροπορία είχε μετατρέψει σε βομβαρδιστικά ακόμα και μεταγωγικά C-47, τις γνωστές "Ντακότες".

Τα προπαρασκευαστικά πυρά του Πυροβολικού και της Αεροπορίας ήταν μόνοι η αρχή...

Στις 6:30 π.μ. της 10ης Αυγούστου, η 22α Ταξιαρχία αρχίζει την επίθεσή της καταλαμβάνοντας ύστερα από πέντε ώρες σκληρού αγώνα τα οχυρά σημεία 1585 και Πολενάτα .

Από τον διάδρομο που άνοιξαν οι ηρωικώς μαχόμενοι άνδρες της Ταξιαρχίας, διεισδύει η XI Μεραρχία με την Ε' Μοίρα Ορεινών Καταδρομών και το πρωί της επόμενης ημέρας βρίσκει τους άνδρες του Στρατού κυρίους της οχυρής θέσης Τσούκα και πλησίον του υψώματος Λέσιτς, πίσω ακριβώς από τους αντάρτες.

Το ίδιο βράδυ, η III Μεραρχία Καταδρομών ορμά αιφνιδιαστικά στο εσωτερικό της τοποθεσίας που κατέχουν οι αντάρτες και την 11η Αυγούστου οι ΛΟΚατζήδες καταλαμβάνουν το ιδιαιτέρως σημαντικό ύψωμα Μπάρο, προσβάλλοντας ταυτόχρονα το ύψωμα Λέσιτς από το νότο, την ώρα που εναντίον του Λέσιτς επιτίθεται άλλη Μοίρα Καταδρομών με ορμητήριο την περιοχή Κουλκουθούρια. Η μάχη συνεχίζεται το ίδιο λυσσαλέα μέχρι την 16η Αυγούστου, οπότε οι αντάρτες "σπάνε" και το Βίτσι πέφτει στα χέρια του Στρατού μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του βαρέως πολεμικού υλικού των ανταρτών και τις εγκαταστάσεις της κυβέρνησής τους.

Οι περισσότεροι αντάρτες καταφεύγουν όπως- όπως στο αλβανικό έδαφος, όμως πολλοί ιστορικοί εκτιμούν ότι με την κατάληψη του "φρουρίου" Βίτσι, ο αγώνας κατά των ανταρτών είχε ήδη κριθεί

16 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1943 Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΕΝΟΥ ΑΡΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ


Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Στέφανο Παππά, η μηχανοκίνητη μονάδα ναζιστικών στρατευμάτων από τη Φιλιππιάδα, με την εντολή της Διοίκησης Ιωαννίνων, εισέβαλε στο χωριό Κομμένο της Άρτας τα χαράματα της 16ης Αυγούστου 1943, με το πρόσχημα των αντιποίνων για την ύπαρξη ανταρτών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ στην περιοχή. Το χωριό κοιμόταν ήσυχο μετά από γαμήλια γιορτή πού είχε γίνει την προηγούμενη ημέρα. Στο χωριό υπήρχαν και ορισμένοι φιλοξενούμενοι από την Πρέβεζα. Την εποχή εκείνη πρακτικά το Κομμένο ανήκε στο Νομό Πρέβεζας με θαλάσσια επικοινωνία. Τα ναζιστικά στρατεύματα προέβησαν σε μια άνευ προηγουμένου σφαγή του άμαχου πληθυσμού. Έστησαν πολυβόλα στις εισόδους του χωριού, εισέβαλαν στα σπίτια και σκότωσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους και στο τέλος έβαλαν φωτιά και τα έκαψαν. Λίγοι ξέφυγαν με βάρκες στον Αμβρακικό Κόλπο. Στο τέλος της σφαγής οι ναζί στρατιώτες κάθισαν στην πλατεία του χωριού όπου έφαγαν και ήπιαν μπύρες αφήνοντας εκεί άδειες κονσέρβες, δίπλα σε 7 πτώματα. Συνολικά οι νεκροί της σφαγής ήταν 317 άτομα. Διασώθηκαν 440 άτομα. Η σφαγή του Κομμένου Άρτας είναι ισοδύναμη με αυτή των Καλαβρύτων και του Διστόμου. Ο αείμνηστος Στέφανος Παππάς, μετέπειτα γυμνασιάρχης, από το Κομμένο, νεαρός τότε επέζησε της σφαγής και έγραψε βιβλίο με πλήρη περιγραφή των γεγονότων. Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του είναι το εξής: «Οι πρώτοι προστρέξαντες μετά την ανθρωποσφαγή Γρηγόρης Κολιοκώτσης και Ευστάθιος Κολιοκώτσης, ευρήκαν τις δύο ξαδέρφες των Αθηνά και Θεοδοσία νεκρές από σφαίρες πιστολιού και φανερότατα τα ίχνη του βιασμού. Αλλα παραδείγματα μακαβρίου εγκληματικότητας είναι τα δύο μωρά του μακαρίτη Ευστάθιου Κολιοκώτση ηλικίας 7 μηνών, που ευρέθηκαν νεκρά από ασφυξία, γιατί οι κακούργοι εγέμισαν τα στόματά των με βαμβάκι βρεγμένο με βενζίνη και κατόπιν το άναψαν για να απολαύσουν ένα σαδιστικό πυροτέχνημα. Ευρέθη επίσης ο δεύτερος παππάς του χωριού Ζώης Παππάς σκοτωμένος με μαχαίρι και με εξωρυγμένους τους οφθαλμούς. Ως επισφράγισμα της θηριωδίας των ανωτέρω αναφέρω ένα πρωτάκουστο κακούργημα. Η ετοιμογέννητη Παναγιώτα σύζυγος του Λεωνίδα Τσιμπούκη βρέθηκε νεκρή με την κοιλιά ξεσχισμένη και το έμβρυο νεκρό δίπλα της, όπως βεβαιώνει ο αυτόπτης μάρτυρας Θεόδωρος Σταμάτης…». (Στέφανος Παππάς, 1996 και Γκούβας Χαράλαμπος, 2009).
Σύμφωνα με μιά δεύτερη παραλλαγή των γεγονότων, το έργο της σφαγής ανατέθηκε στο 98ο Σύνταγμα του συνταγματάρχη Γιόζεφ Ζάλμινγκερ. Το ξημέρωμα της 16ης Αυγούστου 100 άνδρες του 12ου λόχου με επικεφαλής των υπολοχαγό Ρέζερ οπλισμένοι με όλμους, πολυβόλα, χειροβομβίδες και αυτόματα όπλα περικύκλωσαν το χωριό. Η τελευταία εντολή που πήραν από τον Ρέζερ, σύμφωνα με μαρτυρία ενός από τους στρατιώτες, ήταν να μην αφήσουν τίποτα όρθιο. Οι άντρες της Βέρμαχτ εκτέλεσαν κατά γράμμα την εντολή. Οι στρατιώτες σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Έμπαιναν στα σπίτια των αιφνιδιασμένων χωρικών και ξεκλήριζαν ολόκληρες οικογένειες. Χαρακτηριστικό είναι οτι 20 οικογένειες ξεκληρίστηκαν μέχρις ενός. Επί 9 ώρες οι Γερμανοί σκότωναν, βίαζαν, έκαιγαν και κατέστρεφαν οτι υπήρχε στο διάβα τους. Όταν αποχώρησαν είχαν αφήσει πίσω τους 317 νεκρούς μεταξύ των οποίων 97 νήπια και παιδιά μέχρι 15 χρονών και 119 γυναίκες. H σφαγή έγινε μια μέρα μετά το πανηγύρι του χωριού για τη γιορτή της Παναγίας.

16 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1916 ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ


Ο Ελ. Βενιζέλος επεδίωκε την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Οι Αγγλογάλλοι όμως απέβλεπαν στη συμμαχία ή ουδετερότητα της Βουλγαρίας και Τουρκίας (κάτι που δεν κατάφεραν) και απέρριπταν προς το παρόν τις προτάσεις του Βενιζέλου.
Στη φιλοαντατική πολιτική του Βενιζέλου θα εναντιωθεί το Παλάτι, όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός ζήτησε να συμμετάσχει η Ελλάδα στο πλευρό των Συμμάχων στην επιχείρηση των Δαρδανελίων (Φεβρουάριος 1915).
Οι φιλοβασιλικές κυβερνήσεις, που διορίζονται στη συνέχεια, δiμιουργούν κλίμα πόλωσης, διαιρώντας την Ελλάδα σε δύο παρατάξεις -φιλοβασιλικών και φιλοβενιζελικών-, κάτι που θα συντελέσει στη γένεση και άνδρωση του εθνικού διχασμού με όλα τα μεταγενέστερα επακόλουθα του.
Στις 16 Αυγούστου 1916 γίνεται το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη, που το υποστηρίζει ο συμμαχικός στρατός, που έχει στο μεταξύ αποβιβαστεί στη Θεσσαλονίκη. Ο Βενιζέλος τίθεται επικεφαλής του κινήματος.
Στις 24 Νοεμβρίου 1916 η ολοκληρωμένη Προσωρινή Κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις.
Η Ελλάδα, το 1916, είχε κοπεί στα δύο: Από τη μια μεριά το κράτος της Θεσσαλονίκης απεφάσιζε να διενεργηθεί στρατολογία σε μεγάλη κλίμακα και οργάνωνε την μεραρχία του Αρχιπελάγους και κατόπιν τις μεραρχίες Κρήτης και Σερρών. Από την άλλη μεριά η κυβέρνηση των Αθηνών αντιπαρατασσόταν στους οπαδούς του Βενιζέλου. Στην προσπάθεια των Συμμάχων να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη νότια Ελλάδα, τα Γαλλικά θωρηκτά έμπαιναν στον Πειραιά και αποβίβαζαν 3000 άνδρες, ενώ βομβάρδιζαν περιοχές της Αθήνας γύρω από το Στάδιο και κοντά στα Ανάκτορα.
Μετά από τελεσίγραφο των συμμάχων ο βασιλιάς αποσύρεται από το θρόνο, χωρίς να παραιτηθεί τυπικά, στις 15 Ιουνίου 1917, και φεύγει στην Ελβετία αφήνοντας στη θέση του το δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο. Ο Βενιζέλος έρχεται στην Αθήνα και σχηματίζει κυβέρνηση στις 13 Ιουνίου. Στις 15 Ιουνίου κηρύσσει τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις επισημοποιώντας την ανάλογη πράξη της προσωρινής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης

ΙΩΑΝΝΗΣ Β΄ ΚΟΜΝΗΝΟΣ


Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός διαδέχθηκε το πατέρα του Αλέξιο Α΄ Κομνηνό στον θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1118 μέχρι το θάνατό του1143. Ήταν γνωστός στους υπηκόους του ως ο Καλοϊωάννης.
Ο Καλοϊωάννης, όπως αποκαλούνταν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ιστορικών]ήταν ο καλύτερος Κομνηνός, αφού τον χαρακτήριζαν η σύνεση, η ενεργητικότητα, η γενναιότητα και η καλοσύνη. Δείγμα της τελευταίας ήταν η επιείκεια με την οποία αντιμετώπισε την αδελφή του Άννα Κομνηνή και την μητέρα του Ειρήνη , οι οποίες εξακολουθούσαν να συνωμοτούν εναντίον του και μετά την ανάρρησή του στο θρόνο προτιμώντας το σύζυγο της Άννας, Καίσαρα Νικηφόρο Βρυέννιο. Ακολουθώντας τις ύστατες συμβουλές του πατέρα του, ο Ιωάννης εξασφάλισε το θρόνο και έφερε τους πολιτικούς του αντιπάλους προ τετελεσμένων.
Βασιλεία 
Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από ατέρμονες στρατιωτικές επιχειρήσεις για την επανάκτηση του ελέγχου στις επαρχίες της Μ. Ασίας. Είχε καταφέρει με συνδυασμένη στρατιωτική δράση και εξαίρετη διπλωματία σχεδόν να αναιρέσει πλήρως τις επιπτώσεις της συντριβής του Μάντζικερτ το 1071. Οι λαοί που τον απασχόλησαν ήταν οι Σέρβοι και οι Ούγγροι, οι οποίοι συμμάχησαν κάποια στιγμή, παρότι είχαν υποστεί επανειλημμένες ήττες από τους Βυζαντινούς. Ξεκίνησε ήδη το 1119 για τη Λαοδίκεια, την οποία απελευθέρωσε το ίδιο έτος. Συνέχισε εξουδετερώνοντας τους Πετσενέγκους και τους Ούγγρους.Το 1136 εξουδετέρωσε τους Αρμένιους στον Ταύρο. Στη συνέχεια στράφηκε κατά των Δανισμενδιτών(1130-35) όσο και κατά των Σελτζούκων(1137). Καθ’ οδόν απελευθέρωσε πλήθος μικρασιατικών πόλεων από τα νότια παράλια μέχρι τον Πόντο. Το 1139 συνέχισε προς τα νότια για τις πόλεις Χάμα, Χαλέπι, Σεϋζάρ.

Οι εξωτερικές του σχέσεις 

Είχε λιγότερη επιτυχία εναντίον των Βενετών. Στο δυτικό μέτωπο η ένωση από τον Ρογήρο Β΄(ανιψιό του Ροβέρτου Γυισκάρδου της κάτω Ιταλίας και της Σικελίας και η στέψη του στο Παλέρμο (1130) θορύβησε όχι μόνο τον Βυζαντινό αλλά και τον Γερμανό αυτοκράτορα. Δημιουργήθηκε έτσι μια συμμαχία μεταξύ του Βυζαντίου, της Γερμανικής αυτοκρατορίας και της ιταλικής πόλης Πίζας με καθαρά αντινορμανδικό χαρακτήρα, η οποία έδωσε τη δυνατότητα στον Ιωάννη να προετοιμαστεί εναντίον των Φράγκων της Αντιόχειας. Όμως ο θάνατός του κατά τη διάρκεια κυνηγιού το 1143 εμπόδισε την πραγματοποίηση αυτής της επιχείρησης.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΦΩΚΑΣ

Ο Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Νικηφόρος Φωκάς έμεινε στο θρόνο από το 963 μέχρι το θάνατό του το 969.

O Νικηφόρος Φωκάς καταγόταν από τη μεγάλη στρατιωτική οικογένεια των Φωκάδων της Καππαδοκίας. Ακολούθησε και ο ίδιος στρατιωτική σταδιοδρομία και τιμήθηκε με τον τίτλο του μαγίστρου. Το 960, με την ιδιότητα του δομέστικου των σχολών της Ανατολής, ο μετέπειτα αυτοκράτορας ανέλαβε επικεφαλής της εκστρατείας για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες. Συγκέντρωσε το βυζαντινό στρατό στα Φύγελα της Μ.Ασίας, κατέπλευσε στον κόλπο του Αλμυρού και άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον του αραβικού στρατού. Στρατοπέδευσε κοντά στο Xάνδακα, την πρωτεύουσα της Κρήτης, επιχειρώντας ταυτόχρονα επιθέσεις εναντίον των τειχών και εξορμήσεις στο εσωτερικό, για να υποτάξει ολόκληρο το νησί. Μετά από εννέα μήνες δραματικής πολιορκίας , το Μάρτιο του 961 κατέλαβε το Χάνδακα και επανέφερε την Κρήτη στους κόλπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας για τα επόμενα 250 χρόνια. Μέρος από τα λάφυρα παραχώρησε στο φίλο του Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος τον είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία της Κρήτης, για να ιδρύσει τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος.

Πριν την αναχώρησή του, ο Φωκάς οργάνωσε διοικητικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά το νησί και άφησε αξιόλογη φρουρά για την προστασία του από νέες αραβικές επιδρομές. Επιχείρησε μάλιστα τη μεταφορά της πρωτεύουσας σε άλλο σημείο και για το σκοπό αυτό οχύρωσε ένα λόφο νότια του Χάνδακα , όπου έχτισε το φρούριο Τέμενος. Ωστόσο η νέα πρωτεύουσα δεν κατάφερε να επιβληθεί, με αποτέλεσμα ο Χάνδακας να αναβιώσει και να γίνει μετά από λίγο το διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο της Κρήτης. Κατά την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη τελέστηκε θρίαμβος ενώπιον του αυτοκράτορα Ρωμανού του Β΄ και μεγάλου πλήθους. Μετά το θάνατο του τελευταίου, ο Νικηφόρος Β΄ ο Φωκάς παντρεύτηκε τη σύζυγό του Θεοφανώ και τον Αύγουστο του 963 στέφθηκε αυτοκράτορας στο ναό της Αγίας Σοφίας από τον πατριάρχη Πολύευκτο.

Βασική κατεύθυνση της πολιτικής του υπήρξε η συνέχιση των αγώνων εναντίον των Αράβων στην Ανατολή, τους οποίους είχε εγκαινιάσει με επιτυχία σε όλα τα επίπεδα Απομάκρυνε τους Άραβες από την Κιλικία, ανακατέλαβε την Κύπρο, προσάρτησε μεγάλο μέρος της Συρίας και προχώρησε ως την Τρίπολη του Λιβάνου. Παράλληλα έδειξε ενδιαφέρον για την περιφρούρηση των βυζαντινών συμφερόντων στις επαρχίες της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας. Επιβεβαίωσε έτσι τη βυζαντινή κυριαρχία στη Μεσόγειο και εκτίναξε τα σύνορα της αυτοκρατορίας πέρα από τον Ευφράτη. Με ανάλογη ευαισθησία αντιμετώπισε και τα προβλήματα στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας επιχειρώντας σύντομη εκστρατεία κατά μήκος των βυζαντινοβουλγαρικών συνόρων και καταλαμβάνοντας χωρίς δυσκολίες όλα τα σημαντικά φρούρια.

Ωστόσο η συνεχής πολεμική δραστηριότητα των Βυζαντινών για μια ολόκληρη εξαετία (963-969) είχε κουράσει το βυζαντινό στρατό και είχε προκαλέσει τη δυσφορία του λαού από τις επαχθείς φορολογικές επιβαρύνσεις. Ο ανηψιός του Φωκά Ιωάννης Τσιμισκής εκμεταλλεύτηκε τη δυσφορία αυτή, συνεργάστηκε με την αυτοκράτειρα Θεοφανώ και οργάνωσε συνωμοσία για την εκθρόνισή του, η οποία και συντελέστηκε με τη δολοφονία του ηρωικού αυτοκράτορα τη νύχτα της 10ης Δεκεμβρίου του 969.

Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν φύση δυναμική και ιδιόρρυθμη και αισθανόταν ιδιαίτερη ικανοποίηση τόσο στο πεδίο των μαχών όσο και στην εμπειρία της ασκητικής ησυχίας. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου και μεγαλόπνοος οραματιστής της παγκόσμιας ακτινοβολίας της αυτοκρατορίας.

Πριν γίνει αυτοκράτορας ο Νικηφόρος Φωκάς ανεδείχθη μεγαλος στρατηγός σε όλα τα μέτωπα της εποχής του. Με δική του εκστρατεία η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επανακατέλαβε την Κρήτη από τους Σαρακηνούς. Χαρακτηρίζονταν από μεγάλη ευσέβεια και αγαπούσε τον μοναχισμό. Ο Νικηφόρος ήταν πάντως γεννημένος στρατιώτης. Είχε την σωματική δύναμη και διανοητική ικανότητα ενός μεγάλου στρατιωτικού ηγέτη, ήταν βραχύσωμος, αλλά εξαιρετικά ρωμαλέος. Η ζωή του ήταν αφιερωμένη στα στρατεύματά του, τα οποία αγαπούσε και προστάτευε πάση θυσία, και τα οποία του ήταν πιστά μέχρι θανάτου. Πέρα από τη βαθιά του πίστη προς το χριστιανισμό, δεν είχε άλλα ενδιαφέροντα. Ήταν χήρος, και είχε ορκιστεί αποχή.

Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ρωμανού Β', η χήρα του Θεοφανώ κάλεσε το Νικηφόρο στην πρωτεύουσα, έχοντας πρόθεση να του ζητήσει προστασία για τα παιδιά της και την ίδια. Με την άφιξή του στην Πόλη, και μπροστά στην απαστράπτουσα ομορφιά της Θεοφανούς, φαίνεται ότι την ερωτεύτηκε ειλικρινά και ξέχασε τους προηγούμενους όρκους του. Δυστυχώς όμως τα αισθήματα δεν ήταν αμοιβαία. Η αυτοκράτειρα παρ’ όλα αυτά, με χαρά δέχτηκε το γάμο που της πρότεινε ο Νικηφόρος, διότι προστάτευε σε μεγάλο βαθμό τα οικογενειακά και προσωπικά της συμφέροντα, με προστάτη έναν αδέκαστο και αφοσιωμένο στρατιώτη.

Έδειξε ιδιαίτερη πολιτική ευελιξία, και αφού εξουδετέρωσε τους εχθρούς του και υποψήφιους αυτοκράτορες, στέφθηκε ο ίδιος. Λίγο αργότερα, με ιδιαίτερη διακριτικότητα παντρεύτηκε τη Θεοφανώ, αντιμετωπίζοντας όμως εκκλησιαστικές αντιδράσεις, κυρίως του πατριάρχη Πολύευκτου, διότι ήταν νονός κάποιου από τα παιδιά της Θεοφανούς. Η στρατιωτική του πολιτική ήταν απόλυτα επιτυχής, ήταν όμως μάλλον κακός διπλωμάτης, προκαλώντας αναταραχή στις σχέσεις του Βυζαντίου με τους Δυτικούς, τους Βούλγαρους και τους Ρως. Γνωστό είναι το περιστατικό με τον Λιουτπράνδο, απεσταλμένο του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Α΄. Ατυχώς δε, έλαβε μέτρα ευνοϊκά για τη μεγάλη γαιοκτησία, με αποτέλεσμα να γίνει αντιπαθής στο λαό.

Η Θεοφανώ, αφού εδραίωσε τη θέση της, συνωμότησε με το στρατηγό και φίλο του Φωκά, μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή. Δολοφονήθηκε με απεχθή τρόπο το 969, την ώρα που κοιμόταν (σαν στρατιωτικός κοιμόταν στο δάπεδο του δωματίου, μια συνήθεια που παρ' ολίγο να του έσωζε την ζωή) από συνεργάτες του Ιωάννη.

Βοήθησε τον Όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη να κτίσει την πρώτη μονή του Αγίου Όρους την σημερινή Μεγίστη Λαύρα, θέτοντας ένα επίσημο πλαίσιο λειτουργία της μονής και όλης της περιοχής. Λέγεται ότι κάτω από το αυτοκρατορικό ένδυμα φορούσε ράσα και είχε εκδηλώσει την επιθυμία να εγκαταλλείψει το θρόνο και να γίνει μοναχός. Αξίζει να σημειωθεί η προσπάθεια του να τιμήσει ως μάρτυρες όλους τους στρατιώτες που έπεσαν κατά τη διάρκεια των αγώνων του με τους απίστους. Η προσπάθεια αυτή όμως βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχες και τους Επισκόπους και ως εκ τούτου ο Αυτοκράτορας αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το σχέδιο του.

Ο Νικηφόρος Φωκάς καταλαμβάνει σημαντική θέση στο στερέωμα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, κυρίως λόγω της στρατιωτικής πολιτικής του, πρίν και μετά τη στέψη του.

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 718 ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ ΛΥΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ


Η δεύτερη αραβική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης ήταν πολύ πιο σοβαρή από την πρώτη, καθώς ήταν μια άμεση, καλά σχεδιασμένη απόπειρα να καταληφθεί η βυζαντινή πρωτεύουσα: το 717-718 οι Άραβες προσπάθησαν να αποκλείσουν την πόλη από κάθε πλευρά, ενώ το 674-678 είχαν αρκεστεί σε έναν μάλλον χαλαρό αποκλεισμό. Ήταν μια προσπάθεια από πλευράς του Χαλιφάτου να κοπεί η "κεφαλή" της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά την οποία οι υπόλοιπες επαρχίες, ειδικά στην Μικρά Ασία, θα έπεφταν εύκολα. Η αποτυχία της επιχείρησης οφειλόταν πρωτίστως στην απόσταση των Αράβων από τις βάσεις εξόρμησής τους στη Συρία, που δεν επέτρεπε τον επαρκή εφοδιασμό τους. Επιπλέον, η υπεροχή του βυζαντινού ναυτικού, το υγρό πυρ, η ισχύς των Θεοδοσιανών Τειχών, καθώς και η ικανότητα του Λέοντα Γ' στην εξαπάτηση και τις διαπραγματεύσεις έπαιξαν σημαντικό ρόλο.

Η αποτυχία της πολιορκίας είχε μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη φύση της αραβοβυζαντινής αναμέτρησης. Ο ισλαμικός στόχος της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε, και το σύνορο μεταξύ των δυο κρατών σταθεροποιήθηκε στη γραμμή των βουνών του Ταύρου και του Αντίταυρου. Και οι δυο πλευρές συνέχισαν να διεξάγουν έναν αδιάκοπο πόλεμο με επιδρομές εκατέρωθεν των βουνών, όπου τα συνοριακά φρούρια άλλαζαν συχνά χέρια, αλλά το γενικό περίγραμμα του συνόρου παρέμεινε αναλλοίωτο για δυο αιώνες, μέχρι την έναρξη των βυζαντινών κατακτήσεων το 10ο αιώνα. Για τους Μουσουλμάνους ειδικότερα, η διεξαγωγή των επιδρομών αυτών απέκτησε σχεδόν τελετουργικό χαρακτήρα, ως μια επιβεβαίωση του συνεχιζόμενου Ιερού Πολέμου, καθώς και του ρόλου του χαλίφη ως ηγέτη της μουσουλμανικής κοινότητας.

Η πολιορκία είχε επίσης σημαντική μακροϊστορική σημασία. Η επιβίωση της βυζαντινής πρωτεύουσας σήμαινε ότι η Αυτοκρατορία θα συνέχιζε να παίζει το ρόλο του προπυργίου έναντι της ισλαμικής επέκτασης στην Ευρώπη μέχρι τον 15ο αιώνα, οπότε και έπεσε στους Οθωμανούς. Μαζί με τη Μάχη του Πουατιέ, η επιτυχής άμυνα της Κωνσταντινούπολης ανέκοψε την ισλαμική επέκταση στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Πωλ Κ. Ντέιβις, «Αποκρούοντας την μουσουλμανική εισβολή, η Ευρώπη έμεινε σε χριστιανικά χέρια, και δεν απειλήθηκε ξανά σοβαρά από τους Μουσουλμάνους έως τον 15ο αιώνα. Η νίκη αυτή, μαζί με την νίκη των Φράγκων στο Πουατιέ (732), περιόρισε τη δυτική εξάπλωση του Ισλάμ στον κόσμο της νότιας Μεσογείου», ενώ η Ελληνίδα ιστορικός Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ γράφει ότι «Εσωτερικοί λόγοι του μουσουλμανικού κόσμου...και κυρίως...το στρατιωτικό έργο των εικονομάχων αυτοκρατόρων…εξηγούν την παρακμή των Αράβων...Κατά τον ένατο αιώνα η βυζαντινή εξουσία επιβάλλεται στην Ανατολή -οι Άραβες δεν θα μπορέσουν ποτέ πια ν’ απειλήσουν την Κωνσταντινούπολη».

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

12 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1376 ΑΝΑΡΧΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ Ο ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ Δ΄ Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ


Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ανδρόνικος Δ' Παλαιολόγος (1348-1385, βασιλεία: 1376-1379) υπήρξε πρωτότοκος υιός του Ιωάννη Ε' και της Ελένης Καντακουζηνής, άνθρωπος με ακτινοβολούσα, λαοφιλή αλλά και κενόδοξη προσωπικότητα, που αδημονούσε για την αυτόνομη άσκηση της εξουσίας, μιας και ο πατέρας του ήταν μόλις 16 χρόνια μεγαλύτερός του. Είχε νυμφευθεί την κόρη του Βουλγάρου τσάρου Ιβάν Αλεξάνδρου, Μαρία Κυράτζα και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με το διάσημο αστρολόγο Αβράμιο.
Πριν την ανταρσία 
Ο Ανδρόνικος αρχικά επιχείρησε να εκμεταλλευτεί την απουσία του πατέρα του σε διπλωματική περιοδεία στο εξωτερικό έως το 1369. Οι αποτυχημένες διαπραγματεύσεις με τον Ούγγρο ηγεμόνα Λουδοβίκο, η αισχρή για το λαό υποταγή του Ιωάννη στον πάπα Ουρβανό και η ένδεια του αυτοκράτορα κατά την επίσκεψή του στη Βενετία, για διευθέτηση οφειλών, δημιουργούσαν στην πρωτεύουσα κλίμα αγανάκτησης και απογοήτευσης προς τον απροκάλυπτα δυτικόφιλο Ιωάννη. Ο Ανδρόνικος δε φανέρωσε έμπρακτα τις προθέσεις του. Όμως αδράνησε προκλητικά, όταν ουσιαστκά ο πατέρας του ήταν όμηρος των Βουλγάρων (Βίντιν, 1366) και χρειάστηκε η επέμβαση του Αμεδέου της Σαβοΐας (ξαδέλφου του Ιωάννη), αλλά και όταν ο Ιωάννης ζήτησε οικονομική βοήθεια, ενώ βρισκόταν στη Βενετία, και τελικά η συνδρομή του ευπειθούς Μανουήλ έδωσε τη λύση. Επιπρόσθετα, οι σχέσεις πατέρα-πρωτότοκου γιου ψυχράθηκαν περισσότερο επειδή ο Ιωάννης συμφώνησε με τους Βενετούς την παραχώρηση της νήσου Τενέδου, μήλου της έριδας μεταξύ των μεγάλων ιταλικών ναυτικών δυνάμεων, Βενετίας και Γένοβας, με την οποία συνεργαζόταν μυστικά ο Ανδρόνικος.
Η σύγκρουση με την πατρική εξουσία 
Η πρώτη, όμως, ένοπλή του προσπάθεια το 1373 απέτυχε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να φυλακιστεί μαζί με το γιο του, αφού τιμωρήθηκαν με τύφλωση. Η εκτέλεση της εντολής δεν επέφερε βέβαια πλήρη τύφλωση, μιας και σε διάστημα σχεδόν δύο χρόνων η όραση των κρατουμένων επανήλθε σε τέτοια επίπεδα, ώστε να διεκδικήσουν την εξουσία. Με τη βοήθεια, λοιπόν, των Γενουατών απέδρασε ο Ανδρόνικος και οργάνωσε πραξικόπημα που πέτυχε (Μάιος του 1376). Συνέλαβε και φυλάκισε τον Ιωάννη και τον αδελφό του Μανουήλ. Κάθισε, επομένως, στο θρόνο από το 1376 μέχρι το 1379, παρεμβάλλοντας τη βασιλεία του σε αυτή του πατέρα του. Το 1379 Ιωάννης και Μανουήλ απελευθερώθηκαν πιθανόν από τους Τούρκους και τους Βενετούς, σταθερά εχθρούς του Ανδρόνικου, λόγω της φιλικής προς τους Γενουάτες πολιτικής του. Μετά από συμβιβασμό, στον Ανδρόνικο αποδόθηκε ο τίτλος του συναυτοκράτορα και του παραχωρήθηκε μια περιοχή στη Σηλυμβρία, καθώς και δικαίωμα διαδοχής στο βυζαντινό θρόνο από το γιο του Ιωάννη. Πέθανε το 1385 στις 28 Ιουνίου.

12 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 838 ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΑΜΟΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ


Πρώτο έφθασε στο Αμόριον το στράτευμα του Ashinas, ακολούθησε εκείνο του χαλίφη Μουτασίμ και την τρίτη ημέρα ο στρατός του Afshin. Έχοντας το κάθε στράτευμα αναλάβει ένα συγκεκριμένο τμήμα των τειχών και διαθέτοντας πλήθος πολιορκητικών μηχανών, έθεσαν το Αμόριον σε κατάσταση πολιορκίας την 1η Αυγούστου 838. Λίγο προτού ξεκινήσει η πολιορκία15 ή κατά τις πρώτες ημέρες της, ο Θεόφιλος, ανήσυχος για το αν θα μπορούσαν τελικά οι βυζαντινές δυνάμεις να προασπίσουν τη γενέτειρά του, απέστειλε πρεσβεία προς το Μουτασίμ, μέσω της οποίας τον διαβεβαίωνε ότι οι βιαιότητες που είχε διαπράξει το στράτευμά του τον προηγούμενο χρόνο στη Σωζόπετρα (Ζάπετρα) είχαν γίνει χωρίς δική του διαταγή. Του υποσχόταν επίσης ότι θα ανοικοδομούσε με δικά του έξοδα την πόλη, θα επέστρεφε όσους αιχμαλώτους είχε πάρει και θα του πρόσφερε επιπλέον και άλλα δώρα αν συναινούσε σε μια νέα συνθήκη ειρήνης. Ο Μουτασίμ ωστόσο αδιαφόρησε για τις προτάσεις του Θεοφίλου, σίγουρος για την κατάληψη του Αμορίου. Προκειμένου μάλιστα να την παρακολουθήσουν από κοντά οι Βυζαντινοί πρέσβεις, δεν επέτρεψε την αποχώρησή τους. Για αρκετές ημέρες οι αραβικές επιθέσεις δεν είχαν αποτέλεσμα, καθώς οι βυζαντινές δυνάμεις τις απέκρουαν με επιτυχία. Ωστόσο ένας αραβικής καταγωγής κάτοικος του Αμορίου, ο οποίος είχε αιχμαλωτιστεί στο παρελθόν από τους Βυζαντινούς και είχε ασπαστεί στη συνέχεια το χριστιανισμό, υπέδειξε κρυφά στον Άραβα χαλίφη ένα σημείο του τείχους που είχε πρόσφατα υποστεί καταστροφές εξαιτίας της βροχής και δεν είχε επιδιορθωθεί με επιμέλεια. Αμέσως ο Μουτασίμ έστρεψε τις πολιορκητικές μηχανές προς τα εκεί και το ρήγμα που επέφερε στο τείχος αποδυνάμωσε κάθε απόπειρα αντίστασης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο στρατηγός του θέματος Ανατολικών Αέτιος αποφάσισε τη φυγή από το Αμόριον κατά τη διάρκεια της νύχτας όσο το δυνατόν περισσότερων στρατιωτών, η επιστολή όμως με την οποία ενημέρωνε σχετικά το Θεόφιλο έπεσε στα αραβικά χέρια και τα σχέδιά του ματαιώθηκαν.

3. Άλωση Αμορίου

Στα μέσα Αυγούστου του 838 (12, 13 ή 15) ο Βυζαντινός διοικητής Βοϊδίτζης, στον οποίο είχε ανατεθεί η προάσπιση του τείχους στο σημείο του ρήγματος, αποθαρρυμένος από την ορμή των Αράβων και ανίκανος να τους συγκρατήσει, επισκέφθηκε κρυφά το αντίπαλο στρατόπεδο, δίνοντας ταυτόχρονα εντολή στους στρατιώτες του να σταματήσουν τις εχθροπραξίες με τους Άραβες μέχρις ότου επιστρέψει. Έτσι, ενόσω ο Βοϊδίτζης διαπραγματευόταν τη σωτηρία του με το χαλίφη Μουτασίμ, οι Άραβες εισήλθαν χωρίς καμία δυσκολία στο Αμόριον. Ορισμένοι στρατιώτες κατέφυγαν στο ναό μιας μονής του Αμορίου, από όπου προσπάθησαν να προβάλουν ένοπλη αντίσταση στους Άραβες, αλλά τελικά κάηκαν μαζί με το ναό, ενώ και όσοι κινούνταν υπό την καθοδήγηση του Αετίου αναγκάστηκαν τελικά να παραδοθούν. Μετά την είσοδό τους στο Αμόριον οι Άραβες επιδόθηκαν σε σφαγή του πληθυσμού και συστηματική λεηλασία των περιουσιών, ενώ αιχμαλωτίστηκε πλήθος κατοίκων, ανάμεσά τους και πολλοί Βυζαντινοί αξιωματούχοι. Μονάχα στους πρέσβεις του Βυζαντινού αυτοκράτορα επέτρεψε ο χαλίφης Μουτασίμ να αποχωρήσουν ασφαλείς και να μεταφέρουν την είδηση της άλωσης. Αφού οι Άραβες συγκέντρωσαν και μοίρασαν μεταξύ τους τη λεία από τη λεηλασία, πυρπόλησαν την πόλη καταστρέφοντάς την σχεδόν ολοσχερώς. Η φήμη που διαδόθηκε ότι ο Θεόφιλος σκόπευε να επιτεθεί και πάλι ώθησε τον Άραβα χαλίφη να κινηθεί προς το Δορύλαιον, αλλά δε συνάντησε κανένα βυζαντινό στράτευμα και επέστρεψε στο Αμόριον, προκειμένου να σχεδιάσει τις επόμενες κινήσεις του. Στο μεταξύ όμως μια νέα εξέγερση είχε ξεσπάσει στο χαλιφάτο των Αράβων υπό τον Abbas, η οποία ανάγκασε το Μουτασίμ να ματαιώσει τη συνέχεια της εκστρατείας του στα βυζαντινά εδάφη και να επιστρέψει εσπευσμένα στη Συρία.

4. Συνέπειες άλωσης

Η άλωση του Αμορίου αποτέλεσε το σημαντικότερο πλήγμα που επέφερε η εκστρατεία των Αράβων το 838. Η καταστροφή της πόλης οδήγησε σε μαρασμό από οικονομική άποψη, ενώ από διοικητική σήμαινε την προσωρινή μεταφορά της έδρας του θέματος Ανατολικών στον Πολύβοτο. Σημαντικότερος ωστόσο ήταν ο ψυχολογικός αντίκτυπος στους υπηκόους της αυτοκρατορίας και κυρίως στον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος συγκλονισμένος από τα όσα συνέβησαν αρρώστησε βαριά. Σε μια προσπάθεια να εξαγοράσει όλους τους Βυζαντινούς αιχμαλώτους και κυρίως τους στρατιωτικούς αξιωματούχους και τις οικογένειές τους, ο Θεόφιλος απέστειλε πρεσβεία στο Μουτασίμ με επικεφαλής το Βασίλειο,26 προσφέροντας ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Ο Μουτασίμ ωστόσο απέρριψε την προσφορά και ζήτησε ως αντάλλαγμα την παράδοση του δομέστικου των σχολών Μανουήλ και του Πέρση Nasr/Θεόφοβου στους Άραβες, ενδεχόμενο το οποίο απέκλεισαν με τη σειρά τους οι Βυζαντινοί.27 Έτσι, οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν και οι αιχμάλωτοι παρέμειναν στα χέρια των Αράβων. Σαράντα δύο από αυτούς βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στις 6 Μαρτίου του 846 στην πρωτεύουσα του χαλιφάτου Σαμάρρα, διότι αρνήθηκαν να εξισλαμιστούν. Μολονότι κατά ένα μεγάλο βαθμό οφειλόταν σε τυχαίο περιστατικό,28 η άλωση του Αμορίου αμφισβήτησε την ικανότητα των βυζαντινών στρατευμάτων να υπερασπίσουν τα εδάφη της αυτοκρατορίας από τους Άραβες, οι οποίοι εμφανίζονταν πλέον ακόμη πιο απειλητικοί. Σε άμεση συνάρτηση με αυτό θιγόταν και η πολιτική του αυτοκράτορα εναντίον των εικόνων, στην οποία οι οπαδοί των εικόνων απέδωσαν τις στρατιωτικές αποτυχίες, πιστεύοντας ότι δεν εξασφάλιζε τη θεϊκή προστασία. Στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η δύσκολη κατάσταση, ο Θεόφιλος στράφηκε ήδη από τα τέλη του 838 προς τα κράτη της Δύσης. Συγκεκριμένα απέστειλε πρεσβείες στη Βενετία, στο βασιλιά των Φράγκων Λουδοβίκο τον Ευσεβή, καθώς και στο χαλίφη της Ισπανίας Abd-al-Rahman II, ζητώντας τη βοήθειά τους στον αγώνα εναντίον τόσο των Αράβων της Ανατολής όσο και εκείνων της Δύσης

Β΄ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ- ΜΕΝΔΗ


Η Μένδη ήταν αρχαία πόλη της Χαλκιδικής, χτισμένη στο μέσο περίπου της χερσονήσου Κασσάνδρας (κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν χερσόνησος Παλλήνης), στις ακτές του Θερμαϊκού κόλπου.
Ιστορία 
Ιδρύθηκε πιθανόν τον 8ο αιώνα π.Χ. από αποίκους από την Ερέτρια στα πλαίσια του δεύτερου ελληνικού αποικισμού. Η πόλη πήρε το όνομα της από το φυτό Μίνθη, είδος μέντας που αφθονούσε στην περιοχή. Το εμπόριο ξυλείας αλλά και ο χρυσός και το ασήμι που υπήρχαν στην περιοχή οδήγησαν την Μένδη σε μεγάλη ακμή. Η πόλη είχε επεκτείνει τις εμπορικές της δραστηριότητες με τις πόλεις της Θράκης αλλά και με τις πόλεις της Κάτω Ιταλίας. Φημισμένο ήταν το κρασί που παρήγαγε γνωστό ως Μενδαίος οίνος.
Κατά την διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. η Μένδη εντάχθηκε στην Δηλιακή συμμαχία και έγινε σύμμαχος των Αθηναίων, πληρώνοντας φόρο δεκαπέντε αττικά τάλαντα τον χρόνο. Το 423 αποσκίρτησε από την συμμαχία αλλά οι Αθηναίοι κατέστειλαν γρήγορα την επανάσταση. Κατά την διάρκεια του Πολεποννησιακού πολέμου η Μένδη, όπως και οι γειτονικές Τορώνη και Σκιώνη ήταν από τους βασικούς στόχους των αντιμαχόμενων πλευρών. Μετά το τέλος του πολέμου η Μένδη ανέκτησε την ανεξαρτησία της.
Κατά την διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. η Μένδη προσπάθησε να αποφύγει την κυριαρχία της Ολύνθου μετά την ίδρυση του κοινού των Χαλκιδέων και αργότερα την Μακεδονική ηγεμονία χωρίς να το κατορθώσει. Με την ίδρυση της Κασσάνδρειας το 315 π.Χ. η Μένδη καθώς και άλλες γειτονικές πόλεις απορροφήθηκαν από αυτή.
Από την Μένδη καταγόταν ο γλύπτης Παιώνιος, γνωστός για το άγαλμα της Νίκης που είναι γνωστό ως Νίκη του Παιώνιου
Αρχαιολογικός χώρος 
Η τοποθεσία του αρχαιολογικού χώρου της Μένδης είχε προσδιοριστεί από το 1834 αλλά συστηματική ανασκαφή έγινε μεταξύ του 1986 και 1994. Ο αρχαιολογικός χώρος καλύπτει έκταση 1200 επί 600 μέτρων, σε ένα λόφο πάνω από την θάλασσα. Διαπιστώνεται συνεχής κατοίκηση από τον 9ο μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ

ΤΕΥΚΡΟΣ Ο ΤΕΛΑΜΩΝΙΟΣ


Ο Τεύκρος, γιος του Τελαμώνα και της Ησιόνης, ήταν νόθος αδερφός του Αίαντα του Τελαμώνιου. Ήταν ο καλύτερος από τους Αχαιούς στην τέχνη του τόξου. Πολλοί Τρώες σκοτώθηκαν από τα βέλη του. Γενικά προτιμούσε τη μάχη από απόσταση, όσες φορές όμως του δόθηκε η ευκαιρία, απέδειξε ότι ήξερε να αγωνίζεται και σώμα με σώμα με το κοντάρι. Όταν ο Δίας του σπάζει τη νευρά του τόξου του, για να μην πετύχει τον Έκτορα με τα βέλη του, δε δίστασε ο Τεύκρος να πάρει ασπίδα και κοντάρι και να συνεχίσει τη μάχη σώμα με σώμα κοντά στον αδερφό του. Στους επιτύμβιους αγώνες προς τιμή του Πάτροκλου ηττήθηκε από τον Μηριόνη στη σκοποβολή, γιατί δεν είχε τάξει θυσία στον Απόλλωνα.

Σύμφωνα με πολλές αρχαίες γραπτές μαρτυρίες η ίδρυση της Σαλαμίνας της Κύπρου οφείλεται σε ένα ήρωα του Τρωικού πολέμου, τον Τεύκρο. Αυτός ήταν γιος του Τελαμώνα, βασιλιά της Σαλαμίνας στην Ελλάδα, και αδελφός του Αίαντα, του ήρωα που είχε τραγικό τέλος στην Τροία. Ο Τεύκρος μετά την αυτοκτονία του αδελφού του στην Τροία και την άλωση της πόλης αυτής από τους Αχαιούς, γύρισε πίσω στην πατρίδα του, τη Σαλαμίνα. Ο πατέρας του, οργισμένος μαζί του για τη στάση που είχε τηρήσει απέναντι στην αυτοκτονία του αδελφού του, δεν τον δέχτηκε και τον έδιωξε από τη Σαλαμίνα. Διωγμένος από την πατρίδα του, λοιπόν, κατέφυγε στην Κύπρο, όπου ίδρυσε μια πόλη και της έδωσε το όνομα Σαλαμίνα για να του θυμίζει την πατρίδα του.
Αρχαίες γραπτές μαρτυρίες :Σε αρχαίες τραγωδίες του Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη και σε κείμενα των Ισοκράτη, Παυσανία, Αθήναιου, αλλά και σε έργα διαφόρων Λατίνων συγγραφέων, όπως ο Βιργίλιος και ο Τάκιτος, γίνονται αναφορές στην ίδρυση της Σαλαμίνας της Κύπρου.



Απόσπασμα της Ιλιάδας για τον Τεύκρο
Πρώτος του Τελαμώνα ο γιος τον Ύρτη με το φράξο
παστρέβει, των λιοντόκαρδων οπλαρχηγό Μυσώνε·
και γύμνωσε ο Αντίλοχος το Μέρμερο και Φάλκη·
και τον Ιππότη ξάπλωσε και Μόρη ο γιος του Μόλου·

και πήρε ο Τέφκρος τ' άρματα του Πρόθου και Περφήτη.
 
Τον Απερήνορα έπειτα βαράει μες στο λαγγόνι
ο γιος τ' Ατριά, και τ' άντερα ως μέσα το καντάρι
του θέρισε, και βιαστικά πετά οχ την ανοιγμένη
πληγή η ψυχή του, και βαθύ τον σκέπασε σκοτάδι.

11 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 480 π.Χ Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΥ


Κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων, για πρώτη ουσιαστικά φορά οι στόλοι των Ελλήνων και των Περσών ήλθαν αντιμέτωποι στα στενά του Αρτεμισίου* τον Αύγουστο του 480 π.χ. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ηρόδοτο (Iστoρίαι, Ζ' 176-196, Η' 1-23), το καλοκαίρι του έτους αυτού οι Έλληνες αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν συνδυασμένα τον πολυάριθμο στρατό και στόλο του Ξέρξη στο στενό των Θερμοπυλών και στη θάλασσα του Αρτεμισίου.Ο περσικός στόλος με 1207 πλοία έπλεε κατά μήκος των ακτών της Θεσσαλίας μέχρι τις ακτές του Πηλίου, όπου σε καταιγίδα χάθηκαν 400 πλοία. Το υπόλοιπο τμήμα αγκυροβόλησε στους Αφέτες, περιοχή που ταυτίζεται με τον σημερινό Πλατανιά της Μαγνησίας. Περίπου απέναντι, στην εκτεταμένη παραλία στο σημερινό Πευκί, μπροστά από το ιερό της Αρτέμιδος, ναυλοχούσε ο ελληνικός στόλος, από 271 πλοία. Μολονότι τα περισσότερα πλοία ήταν αθηναϊκά υπό τον Θεμιστοκλή, την αρχηγία του στόλου είχε ο σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης. Παράλληλα, οι Πέρσες έστειλαν 200 πλοία να περιπλεύσουν την Εύβοια και να κυκλώσουν τους Έλληνες, όμως σε καταιγίδα τα πλοία χάθηκαν στα κοίλα της Ευβοίας, περιοχή που ταυτίζεται με την ακτή ανάμεσα στην Κύμη και τον Kαφηρέα.Οι δύο στόλοι ήλθαν αντιμέτωποι 3 φορές σε διάστημα 3 ημερών (βλ. σχέδιο), με αμφίρροπο αποτέλεσμα στο ναυτικό πεδίο, με ουσιαστική όμως νίκη των Ελλήνων στο πεδίο της στρατηγικής, καθώς ο ελληνικός στόλος επέτυχε τον σκοπό του: Ο περσικός στόλος δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον δοκιμαζόμενο στρατό του Ξέρξη στις Θερμοπύλες, όπου έπρεπε να βρεθεί ένας Εφιάλτης για να νικηθούν οι 300 Σπαρτιάτες του Λεωνίδα και οι 700 Θεσπιείς.Τις παραμονές της ναυμαχίας του Αρτεμισίου ο Ηρόδοτος (1)κάνει καταμέτρηση του ελληνικού στόλου. Ο αριθμός των ελληνικών πλοίων ανήρχετο σε 271 εκτός των πεντηκοντόρων, ενώ καταμετρά 1207 πλοία στη δύναμη του Πέρση βασιλιά Ξέρξη, συζύγου της γραφικής Εσθήρ.Ιδανικός σύμμαχος των Ελληνικών δυνάμεων γίνεται ο καιρός αφού μπουρίνια κατέστρεψαν μεγάλο μερος του Περσικού στόλου, με τον Ευβοέα Σκυλλία να αποδεικνύεται ηρωική φυσιογνωμία καθώς εκπαιδευμένος στην τεχνική των καταδύσεων έκοβε τις άγκυρες από πολλά περσικά πλοία τα οποία συντρίβονταν στα απόκρυμνα βράχια του Πηλίου.
Η ναυμαχία κράτησε 3 μέρες. Όταν έφθασε η είδηση ότι οι Πέρσες διέβησαν τις Θερμοπύλες, οι Έλληνες κατάλαβαν ότι δεν είχε πλέον νόημα η παραμονή του στόλου στην περιοχή του Αρτεμισίου και χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκαν μέσω του Ευρίπου προς την Αττική. Όταν πληροφορήθηκαν τον απόπλου του ελληνικού στόλου, οι Πέρσες αποβιβάσθηκαν στη Βόρεια Εύβοια και τη λεηλάτησαν επί τρεις ημέρες.Η ναυμαχία του Αρτεμισίου απέβη ιδιαίτερα σημαντική για την εξέλιξη των Περσικών Πολέμων, καθώς η εμπειρία και η γνώση του αντιπάλου που απέκτησαν οι Έλληνες ναυτικοί, όπως και οι σημαντικές απώλειες των Περσών συνετέλεσαν αποφασιστικά στην νικητήρια ναυμαχία της Σαλαμίνος τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.Μετά τη λήξη του πολέμου οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιο στο ιερό της Αρτέμιδος Προσηώας, όπου αναγραφόταν το επίγραμμα που μας παραδίδει ο Πλούταρχος:Παντοδαπών ανδρών γενεάς Άσίης από χώραςπαίδες Άθηναίων τώδέ ποτ' έν πελάγειναυμαχία δαμάσαντες, έπεί στρατός ώλετο Μήδων,σήματα ταύτ' εθεσαν παρθένω Άρτέμιδι.Δηλαδή:Πολλών εθνών άνδρες από τις χώρες της Ασίας τα παιδιά των Αθηναίων κάποτε σ' αυτό εδώ το πέλαγος κατανίκησαν σε ναυμαχία. Όταν χάθηκε ο στρατός των Περσών έστησαν αυτά τα σήματα (της νίκης τους) προς τιμήν της παρθένου Αρτέμιδος.

(1) Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Μακεδόνες είναι Έλληνες και μάλιστα δωρικής καταγωγής, ίδιου έθνους με τους Σπαρτιάτες, Κορίνθιους κ.α., του έθνους εκείνου που στη μεν Πελοπόννησο λέγεται λέει «δωρικό» και στην Πίνδο «Μακεδνό»«Συγκροτούσαν δε το στόλο (τον ελληνικό στη Μάχη της Σαλαμίνας) οι εξής: Από την Πελοπόννησο οι Λακεδαιμόνιοι με 16 πλοία, οι Κορίνθιοι, με τον ίδιο αριθμό πλοίων, το οποίον έδωσαν και εις το Αρτεμίσιον. Οι Σικυώνιοι, με δέκα πλοία, οι Επιδαύριοι με δέκα, οι Τροιζήνιοι με πέντε, οι Ερμιονείς με τρία. Όλοι αυτοί, εκτός των Ερμιονέων ανήκουν στο Δωρικό και Μακεδνόν έθνος, ελθόντες στην Πελοπόννησο από τον Ερινεόν και την Πίνδον(«εόντες ούτοι πλην Ερμιονέων Δωρικό τε και Μακεδνόν έθνος, εξ Ερινεού τα και Πίνδου»), και το τελευταίον από την Δρυοπίδα. Οι δε Ερμιονείς είναι καθαυτό Δρύοπες τους οποίους εξεσήκωσαν από τη σήμερον λεγόμενη Δωρίδα ο Ηρακλής και οι Μαλιείς. Εκ των Πελοποννησίων αυτοί ήσαν εις το στόλον (δηλαδή τον ελληνικό στη Μάχη της Σαλαμίνας)» (Ηρόδοτος Η, 43)
*Το ακρωτήριο του Αρτεμισίου δεν είναι μόνο γνωστό για τη ναυμαχία που έλαβε χώρα εκεί τον Αύγουστο του 480 π.Χ. μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, αλλά και για δυο μοναδικά χάλκινα αγάλματα, τα οποία ανασύρθηκαν από τη θαλάσσια περιοχή του και αποτελούν δείγματα υψηλής τέχνης. Πρόκειται για το το θεό (Δίας ή Ποσειδώνας) και το λεγόμενο «μικρό ιππέα? του Αρτεμισίου, τα οποία εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα. Η αξία των ευρημάτων αυτών είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς είναι από τα λίγα προτότυπα έργα που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα, και πολύ περισσότερο χάλκικα. Τα χάλκινα έργα τέχνης, όταν πλέον δεν ήταν απαραίτητα στους μεταγενέστερους, μπορούσαν εύκολα να λιώσουν και να χρησιμοποιηθεί το μέταλλό τους για άλλους σκοπούς.Ήταν τον 2ο ή αρχές του 1ου αι. π.Χ. όταν ένα πλοίο με τα δυο αυτά πολύτιμα έργα τέχνης έπλεε στο στενό του Αρτεμισίου, όπου και ναυάγησε. Η χρονολόγηση αυτή προκύπτει από την κεραμική, αγγεία και λυχνάρια που ανασύρθηκαν μαζί με τα αγάλματα. Η πορεία του πλοίου και ο χώρος που ήταν τοποθετημένα τα αγάλματα δεν είναι γνωστός. Αν και θεωρείται ότι ο Δίας ή Ποσειδώνας του Αρτεμισίου έχει κατασκευαστεί στην Αθήνα, δεν είναι απαραίτητο να είχε αφιερωθεί και σε ένα ιερό της Αττικής. Η κεραμική που βρέθηκε ωστόσο μαζί με τα αγάλματα συνδέεται με τη Μικρά Ασία και την Πέργαμο. Το πλοίο πρέπει να κατευθυνόταν είτε από Βορρά προς τη νότια Ελλάδα μέσω του Ευβοϊκού κόλπου είτε αντίστροφα. Στην προσπάθεια των αρχαιολόγων να συνδέσουν το ναυάγιο με διάφορα γνωστά ιστορικά γεγονότα έχουν προταθεί διάφορες απόψεις. Μια από αυτές αναφέρει ότι το πλοίο πιθανόν να μετέφερε λεία από τη Μακεδονία στη Ρώμη μετά την καταστολή της επανάστασης του Ανδρίσκου το 148 π.Χ. από τον Καικίλιο Μέτελλο. Μια δεύτερη άποψη ισχυρίζεται ότι το πλοίο είχε πορεία προς την Πέργαμο με λεία από την Κόρινθο μετά την άλωσή της από το Μόμμιο το 146 π.Χ. Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει ότι ο Μόμμιος έδωσε τμήμα της λείας σε στρατηγό του Άτταλου Γ΄ Φιλοποιμένα, ο οποίος τη μετέφερε στην Πέργαμο. Κατά των δυο αυτών υποθέσεων στέκεται η χρονολόγηση της κεραμικής που βρέθηκε μαζί με τα αγάλματα και τοποθετείται άργοτερα από τα γεγονότα αυτά.Το Απρίλιο του 1926 πιάστηκε στα δίχτυα ψαράδων από τη Σκιάθο ο αριστερός βραχίωνας του αγάλματος του θεού. Το υπόλοιπο τμήμα του αγάλματος ανασύρθηκε από τον πυθμένα της θάλασας δυο χρόνια αργάτερα και πάλι από ψαράδες και σφουγγαράδες, το Σεπτέμβριο 1928. Το χάλκινο άγαλμα μεταφέρθηκε αμέσως στην Αθήνα. Το Νοέμβριο του 1928 σε έρευνες υπό την αιγίδα πλέον του ελληνικού κράτους ήρθε στο φως το μπροστινό τμήμα του αλόγου και ο μικρός ιππέας. Μικρότερα τμήματα του δεύτερου αγάλματος βρέθηκαν το 1929, ενώ το πίσω μέρος του αλόγου ανασύρθηκε το 1936. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου συντηρήθηκαν, ενώ τα χάλκινα αγάλματα αποτελούν από τότε δυο από τα κυριότερα εκθέματα του μουσείου.

Οι Έλληνες αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν συνδυασμένα τον πολυάριθμο στρατό και στόλο του Ξέρξη στο στενό των Θερμοπυλών και στη θάλασσα του Αρτεμισίου( το στενό των Θερμοπυλών είναι στον κύκλο και το Αρτεμίσιο απέναντι στην ΒΑ. Εύβοια ).