ΟΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ

ΟΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ

ΛΑΟΣ ΠΟΥ ΧΑΝΕΙ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ.

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΝΑΡΗΣ 1793/1795-1877


Ο Κωνσταντίνος Κανάρης (Ψαρά 1793 ή 1795Αθήνα 2 Σεπτεμβρίου 1877) ήταν σημαντική μορφή του ναυτικού αγώνα κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και μετέπειτα ναύαρχος και πολιτικός, πρωθυπουργός της Ελλάδας κατά τα έτη 1864-65 και 1877.
 Πρώτα χρόνια
O Κωνσταντίνος Κανάρης (1790 ή 1793 – 1877) είναι σημαντική μορφή του ναυτικού αγώνα κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και μετέπειτα ναύαρχος, υπουργός και πρωθυπουργός της Ελλάδας κατά τα έτη 1864-65 και 1877. Το επώνυμο Κανάρης μάλλον είναι Ψαριανός παράτιτλος (= Ψαριανό παρατσούκλι) και όχι το γνήσιο όπως θα δούμε. Το πραγματικό όνομα του Κανάρη ήταν Κωνσταντής Νικολάου Σπηλιωτέας. Η ετυμολογία του ονόματός του κατά μίαν άποψη προέρχεται από το καρνάγιο (ιταλικά carenaggio = ναυπηγείο). Αρχικά από το Καρνάγιος έγινε Κανάριος και τελικά Κανάρης. Με την ίδια μέθοδο, στα Ψαρά «μετωνομάσθη ο γνωστός πυρπολητής Ιωάννης Δημουλίτσας εις Πατατούκον».(Δημήτριος Γατόπουλος, 1937). Υπάρχει και δεύτερη εκδοχή. Κατά το ημερολόγιο του γιού του πυρπολητή Αριστείδη Κ. Κανάρη που σκοτώθηκε στην Αθήνα στην οδό Ηρώδου του Αττικού Η τρίτη εκδοχή του Γρηγορίου Κομπίλα είναι να προέρχεται το επώνυμο από το «Καναρίνι», λόγω του μειλίχιου χαρακτήρος του. Από την μελέτη των ημερολογίων της οικογένειας Κανάρη, «διευκρινίζεται ότι η νεοελληνική οικογένεια Κανάρη υπήρξε συνέχεια της παλαιοελληνικής οικογενείας Σπηλιωτέα, κλάδου της οποίας τα μέλη, τιτλούχοι των Βενετών και Γενουησίων αρχόντων απαντώνται εν δράσει περί το 1200 μΧ… Πάντως ως προπάππος του πυρπολητού Κ. Κανάρη φέρεται ο Νικόλαος Σπηλιωτέας, παππούς του ο Θεμιστοκλής και πατέρας του ο Νικόλαος Σπηλιωτέας». Ως προς τις χρονολογίες γεννήσεως, θανάτου και τον τόπο γεννήσεως του Κανάρη, υφίστανται σημαντικές διαφορές, οφειλόμενες καθαρά σε έλλειψη νεότερης πληροφόρησης αλλά και σε μια κακώς εννοούμενη τοπικιστική προπαγάνδα των Ψαριανών. Η εγκυκλοπαίδεια "Δομή" γράφει ότι «ο Κανάρης γεννήθηκε στα Ψαρά το 1793 και πέθανε στην Αθήνα το 1877». Η δικτυακή εγκυκλοπαίδεια Wikipedia γράφει ότι «ο Κανάρης γεννήθηκε στα Ψαρά το 1793-1795 και πέθανε στην Αθήνα στις 2 Σεπτεμβρίου 1877». Η πολύ προσεγμένη έκδοση «Κανάρης ο Μπουρλοτιέρης του Αιγαίου», εκδόσεις Στρατίκη 1998 γράφει «ο Κανάρης γεννήθηκε στα Ψαρά το 1790 και πέθανε στην Αθήνα στις 2 Σεπτεμβρίου 1877». Η εγκυκλοπαίδεια "Υδρία", τόμος 30, σελίδα 358-361 γράφει «Ο Κανάρης γεννήθηκε γύρω στό 1790 στην Πάργα της Ηπείρου και πέθανε τιμημένος στις 2 Σεπτεμβρίου 1877». Το Εγκυκλοπαιδικό λεξικό "Ήλιος", τόμος ΙΑ, σελίδα 271 γράφει «Οι Κανάρηδες ή Κανάργιοι, ή Κανάριοι όπου γής και αν κατοικούσαν, φέρονται Ηπειρώται εκ Πάργας». Το ίδιο γράφει και η εγκυκλοπαίδεια "Υδρία" ότι «εκεί στην Πάργα έζησε ο Κανάρης την παιδική του ηλικία μέχρι 15 ετών». Ο Γεώργιος Βρέλλης γράφει: «Και το συμπέρασμα. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης είναι Παργινός, είναι Ηπειρώτης. Γεννήθηκε στην Πάργα το 1790 και ανδρώθηκε στα Ψαρά από τα 15 του χρόνια, προεπαναστατικά. Νομίζουμε πως χρειάζεται και λίγος σεβασμός από τους σφετεριστές, που το ολοκαύτωμα των προγόνων τους (= καταστροφή των Ψαρών) τους αναγνωρίζουμε όλοι μας!» O ίδιος ο Κωνσταντίνος Κανάρης στα απομνημονεύματα του αναφέρει '«τώρα περνάμε από τη γενέτειρά μου την Πάργα».' Είναι βέβαιο, με βάση τη μαρτυρία του Γρηγορίου Κομπίλα ότι «…την 1ην Αυγούστου του έτους 1963 ο δήμος Πάργας επί δημαρχίας Αλέξανδρου Μπάγκα, οργάνωσεν εορταστικάς εκδηλώσεις επί τη συμπληρώσει 100 ετίας από της επισκέψεως του Κωνσταντίνου Κανάρη εις την γενέτειραν αυτού Πατρίδα (1863-1963) διά της τελέσεως των αποκαλυπτηρίων της προτομής του…». Ο ιστορικός Δημήτριος Γατόπουλος (1891-1956) από την Πάτρα, είχε την τύχη να του παραδοθούν τα οικογενειακά αρχεία της οικογένειας Κανάρη, τα οποία μελέτησε αι δημοσίευσε ιστορική μελέτη στην εφημερίδα Εστία των Αθηνών της 14ης Ιουλίου 1937. Στα οικογενειακά αυτά αρχεία περιλαμβάνεται και το μυστικό ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Κανάρη το οποίο «άνοιξε» ο δισέγγονός του Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Θεμ. Κανάρης. Εκεί γράφει «…λέγομεν δε, επειδή εξ αυτού του προσωπικού ημερολογίου προκύπτει, ότι ο Κωνσταντίνος Κανάρης δεν είχε γεννηθεί στα Ψαρά, αλλ’ εις την Πάργαν της Ηπείρου κατά μήνα Σεπτέμβριον του 1790 και εγκαταστάθη μόνον κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους εις το νησί των Ψαρών».
Η ανατίναξη της τούρκικης ναυαρχίδας
Τον Ιούνιο του 1822, αφού ο ελληνικός στόλος δεν κατάφερε να σώσει τη Χίο από τις τρομερές τουρκικές σφαγές, ο Κανάρης ανέλαβε να βάλει μπουρλότο στη ναυαρχίδα του Καπετάν Πασά Καρά Αλή, την επικεφαλής του στόλου που έκαψε το νησί. Την επιχείρηση θα εκτελούσαν τα πυρπολικά του Κανάρη και του Πιπίνου. Στο εγχείρημα βοήθησαν δύο παράγοντες: αφενός ότι η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή καθώς δεν είχε φεγγάρι και αφετέρου ότι στο κατάφωτο κατάστρωμα της ναυαρχίδας οι Τούρκοι, κάπου δυό χιλιάδες, γιόρταζαν το Μπαϊράμι κι έτσι τα μέτρα φρούρησης ήταν ελλιπή. Η φωτιά απ' το μπουρλότο μεταδόθηκε ταχύτατα στο καράβι. Πριν προλάβουν να απομακρυνθούν απ' αυτό οι πρώτες σωστικές λέμβοι, η φωτιά έφτασε στην πυριτιδαποθήκη, η οποία ανατινάχθηκε. Ως αποτέλεσμα τα θύματα ήταν πάρα πολλά. Μεταξύ αυτών ο ναύαρχος Καρά Αλής, αξιωματικοί του και πολλοί ναύτες. Το πυρπολικό του Πιπίνου προσέγγισε την υποναυαρχίδα αλλά δεν κατάφερε να την καταστρέψει. Της προκάλεσε όμως αρκετές ζημιές.
Η ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικότερα γεγονότα του κατά θάλασσαν αγώνα, έκανε δε πολύ μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη. Χρησιμοποιώντας σημερινή ορολογία, θα λέγαμε ότι βοήθησε επικοινωνιακά πολύ την Επανάσταση. Τόσο μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων όσο και μεταξύ των Ευρωπαίων, ο Κανάρης πλέον ήταν ήρωας.
Η δράση του βεβαίως συνεχίσθηκε. Ο Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ τοποθετήθηκε νέος ναύαρχος στη θέση του Καρά Αλή. Τον Οκτώβριο του 1822 βγήκε με το στόλο του στο Αιγαίο για να ανεφοδιάσει τα τουρκικά φρούρια στην Πελοπόννησο και να καταστείλει την Επανάσταση στα νησιά. Αγκυροβόλησε στην Τένεδο. Αλλά στις 29 Οκτωβρίου 1822, ο Κανάρης, συνοδευόμενος από το Βρατσάνο, διείσδυσε ανάμεσα στον τουρκικό στόλο. Μηn μπορώντας να προσεγγίσει το πλοίο του ναυάρχου, την καπουδάνα, πλησίασε την αντιναυαρχίδα Ριάλα-Γεμισσί και την πυρπόλησε. Έχασαν τη ζωή τους οκτακόσια μέλη του πληρώματος, Τούρκοι αλλά και Χριστιανοί ναύτες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στόλο. Ο Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ σήκωσε άγκυρα και κατέφυγε με τη βοήθεια ούριου ανέμου, στο Τσανάκ-Καλεσί, στα Δαρδανέλλια.
 Το εγχείρημα της Αλεξάνδρειας
Τον επόμενο χρόνο, ο Κανάρης πραγματοποίησε επιθέσεις στα μικρασιατικά παράλια, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Δεν μπόρεσε, επίσης, να κάνει τίποτε όταν το 1824 ο Χοσρέφ-Μεχμέτ Πασάς κατέστρεψε τα Ψαρά. Όμως, τον Αύγουστο του 1824 πυρπόλησε μια μεγάλη φρεγάτα του Χοσρέφ στη Σάμο και μια κορβέττα στη Μυτιλήνη. Η έλλειψη πόρων, ωστόσο, αποσυντόνισε το ναυτικό των Ελλήνων. Οι ναύτες έπαιρναν τα πλοία, σήκωναν όποια σημαία ήθελαν και επιδίδονταν στην πειρατεία. O Κανάρης κατάφερνε να επιβάλλει την πειθαρχία στα δικά του πληρώματα. Αλλά κι αυτός μέσα σ' αυτό το καθεστώς αναρχίας παραλίγο να σκοτωθεί το 1825 στην Αίγινα, την εποχή που η Μπουμπουλίνα έχανε τη ζωή της στις Σπέτσες κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής διαμάχης.
Ο Κανάρης εισηγήθηκε στη Διοίκηση ένα παράτολμο εγχείρημα. Ο Μωχάμετ Άλη είχε συγκεντρώσει στην Αλεξάνδρεια περίπου εξήντα μεγάλα πολεμικά και τριπλάσια φορτηγά πλοία. Μ' αυτά προετοιμαζόταν το καλοκαίρι του 1825 να στείλει στρατό στην επαναστατημένη Ελλάδα (ο οποίος στρατός χρησιμοποιήθηκε αργότερα στην άλωση του Μεσολογγίου). Το σχέδιο του Κανάρη προέβλεπε να πάνε κάποια ελληνικά πλοία στην Αλεξάνδρεια και να κάψουν τον αιγυπτιακό στόλο. Έτσι θα σταματούσε και το λαθρεμπόριο που έκαναν Γάλλοι, φίλοι του Μωχάμετ Άλη, σε βάρος του ελληνικού αγώνα. Το σχέδιο εγκρίθηκε και η αρχηγία του ελληνικού στόλου ανατέθηκε στον πλοίαρχο Μανόλη Τομπάζη.
Στις 10 Αυγούστου 1825, ο Τομπάζης κι ο Κριεζής, μαζί με τα πυρπολικά του Μιαούλη, του Μπούτη και του Κανάρη, έφθασαν έξω από την Αλεξάνδρεια. Την έκτη εσπερινή ώρα που έφθασαν προ της Αλεξάνδρειας, έπλεε μεν ούριος άνεμος αλλά για να μπουν μέσα στο λιμάνι χρειάζονταν κάποιον πιλότο επειδή υπήρχαν πολλοί ύφαλοι.
Ο Κανάρης θεώρησε ότι έπρεπε να επιτεθεί άμεσα γιατί ήταν τέτοια η διάταξη των αιγυπτιακών πλοίων που, με τον άνεμο ο οποίος φυσούσε, θα υφίσταντο πανωλεθρία σε μια επίθεση με πυρπολικά. Εξαπατώντας τον πιλότο, ύψωσε ρωσική σημαία και μπήκε μόνος του στο λιμάνι. Προσπάθησε να πλησιάσει τον εχθρικό στόλο αλλά ο άνεμος έπεσε ξαφνικά, οπότε άρχισε να κόβει βόλτες μέσα στο λιμάνι, προσπαθώντας να φθάσει στον μυχό. Όταν βρέθηκε δίπλα στο γαλλικό πολεμικό "Μέλισσα", κατάλαβε ότι είχε γίνει αντιληπτός. Έβαλε λοιπόν φωτιά στο πυρπολικό, μπήκε με τους ναύτες του στη βάρκα διαφυγής και προσπάθησε να βγει απ' το λιμάνι. Το πλήρωμα της "Μέλισσας" άρχισε να πυροβολεί και το πυρπολικό και τη βάρκα του Κανάρη. Ο άνεμος δυνάμωσε και το πυρπολικό, καιόμενο, πλησίασε τον αιγυπτιακό στόλο απειλητικά. Ο πλοίαρχος Αργκύς, κυβερνήτης της "Μέλισσας" έγραψε στην έκθεσή του: "Εάν το πλοίον αυτό προσκολλάτε κατά κακήν μοίραν εις την φρεγάταν της πρωτοπορίας, η σύγχυσις ήθελε εμπέσει εις τον υπόλοιπον στόλον, τα δε άλλα δύο πυρπολικά ήθελον προσδράμει, προσβάλλοντα έτερα πλοία. Η καταστροφή θα ήτο τρομερά, ολοκληρωτική δε η νίκη των Ελλήνων. Αλλ' η Μέλισσα κατά κάποιον τρόπο τους παρημπόδισε". Ο Κανάρης, ενώ έβαλλαν εναντίον του και από τα πλοία και από παράκτια πυροβολεία, κατάφερε να διαφύγει και να φθάσει στον ελληνικό στόλο, ο οποίος είχε ήδη υψώσει ελληνική σημαία. Ο Μωχάμετ Άλη πήρε μερικά πλοία και κυνήγησε τους Έλληνες μέχρι τις ακτές της Καραμανίας χωρίς αποτέλεσμα.
Οι επαναστατημένοι Έλληνες θεώρησαν την πράξη του Κανάρη πλήρη τόλμης και πατριωτισμού αλλά κάποιοι Ευρωπαίοι δυσαρεστήθηκαν και την είδαν σαν αχαρακτήριστη πειρατική πράξη λόγω της χρήσης ξένης σημαίας υπό επισήμου καταδρομέως. Η αγγλόφιλη "Εφημερίς της Ύδρας", σε μια εποχή που υπήρχαν διαμάχες για το ζήτημα της βασιλικής υποψηφιότητας (κάθε μεγάλη δύναμη ήθελε ο νέος βασιλιάς των Ελλλήνων να προέρχεται από τον δικό της βασιλικό οίκο) κατηγόρησε τους Γάλλους επειδή ο φιλοτουρκισμός τους έγινε αιτία να ματαιωθεί ένα μεγάλο απελευθερωτικό εγχείρημα.
Η πολιτική σταδιοδρομία
Ο Κανάρης όμως φαίνεται ότι δεν τα είχε με τους Γάλλους καθώς έστειλε τον γιό του Θεμιστοκλή να εκπαιδευθεί στο Παρίσι υπό την επίβλεψη του εκεί Φιλελληνικού Κομιτάτου, το οποίο άλλωστε τον είχε προσκαλέσει. Το 1826 τοποθετήθηκε κυβερνήτης ενός καινούργιου πλοίου, της "Ελλάδας". Το 1827 ήταν πληρεξούσιος των Ψαρών στη Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας θα τον διορίσει αρχικά φρούραρχο της Μονεμβασιάς και κατόπιν διοικητή μιας ναυτικής μοίρας που θα πολεμήσει τους αγγλόφιλους και τους αντικυβερνητικούς της Ύδρας. Στον Κανάρη ανατέθηκε να συλλάβει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όταν ο τελευταίος διέφυγε από το Ναύπλιο. Απογοητευμένος λόγω της δολοφονίας του Καποδίστρια, ο Κανάρης πήγε στη Σύρο όπου ιδιώτευσε για ένα διάστημα.
Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Όθωνας, τον διόρισε καταρχήν πλοίαρχο γ΄ τάξεως κι έπειτα ναύαρχο. Μετά τη μεταπολίτευση του 1843, ο Κανάρης έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Μεταξά και κατόπιν στην κυβέρνηση Κωλέττη. Το 1854 έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Το 1861 δεν δέχτηκε τη σύνταξη που του παραχωρήθηκε, προκειμένου να μπορεί να υποστηρίζει τις ολοένα και πιο προοδευτικές θέσεις που έπαιρνε.
Το καλοκαίρι του 1862 ο Όθωνας του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ο Κανάρης πρότεινε έναν κατάλογο με υπουργούς, που όλοι τους είχαν σχεδόν επαναστατικές απόψεις, λέγοντας στον Όθωνα ότι μόνο με τέτοια κυβέρνηση και η μοναρχία θα ήταν δυνατό να σωθεί και η τάξη στη χώρα να διατηρηθεί. Ο Όθωνας όμως δεν δέχθηκε και έδωσε την εντολή στον Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Ο Κανάρης πέρασε ανοιχτά στην αντιπολίτευση.
Μετά την έξωση του Όθωνα έγινε μέλος της υπό τον Βούλγαρη τριανδρίας (μαζί και με τον Ρούφο) που σχημάτισαν επαναστατική κυβέρνηση και πήγε, επικεφαλής επιτροπής, στη Δανία για να προσφέρει τον θρόνο στον μετέπειτα βασιλιά Γεώργιο. Διετέλεσε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ρούφου. Κατόπιν το 1864 σχημάτισε ο ίδιος κυβέρνηση, μετά από ένα μήνα παραιτήθηκε και σχημάτισε και πάλι κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε επί ένα χρόνο στην εξουσία. Κατόπιν παραιτήθηκε οριστικά, θέλοντας να αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο καθώς είχε υπερβεί τα 75 χρόνια. Στο σπίτι όπου έμενε, στην Κυψέλη, συνέρρεαν πολίτες από παντού για να δουν τον «Ναύαρχο», όπως τον αποκαλούσαν. Το 1877 ετέθη επικεφαλής οικουμενικής κυβέρνησης για να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες για την χώρα περιστάσεις που δημιούργησε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος.
Το τέλος

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 πέθανε, όντας εν ενεργεία πρωθυπουργός. Η τελευταία του κατοικία βρίσκεται δίπλα στην είσοδο του Α' Νεκροταφείου.
Είχε παντρευτεί την Δέσποινα Μανιάτη. Παιδιά τους ήταν:
  • ο Νικόλαος (γεννήθηκε το 1818, στάλθηκε με ειδική αποστολή στη Βηρυττό, σκοτώθηκε το 1848),
  • ο Θεμιστοκλής (γεννήθηκε το 1819, στάλθηκε στην Αίγυπτο με ειδική αποστολή, σκοτώθηκε το 1851),
  • ο Θρασύβουλος (γεννήθηκε το 1820, κατατάχθηκε στο Ναυτικό, έγινε ναύαρχος, πέθανε το 1898),
  • ο Μιλτιάδης (γεννήθηκε το 1822, κατατάχθηκε στο Ναυτικό όπου διακρίθηκε, έγινε ναύαρχος, έβγαινε πολλά χρόνια βουλευτής, έγινε τρεις φορές υπουργός Ναυτικών το 1864, το 1871 και το 1878, πέθανε το 1899),
  • ο Λυκούργος (γεννήθηκε το 1826, σπούδασε νομικά, πέθανε το 1865),
  • η Μαρία (γεννήθηκε το 1828, παντρεύτηκε τον Α. Μπαλαμπάνο, πέθανε το 1847),
  • ο Αριστείδης (γεννήθηκε το 1831, ήταν αξιωματικός και σκοτώθηκε στις ταραχές του 1863 έξω από τον οικίσκο των ανακτόρων στην οδό Ηρώδου του Αττικού).

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ Η ΒΩΚΟΣ 1769 - 1835


Γεννήθηκε στην Ύδρα στις 20 Μαϊου 1769. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ανδρέας Βώκος, γιος του Δημητρίου Βώκου. Ο πατέρας του ήταν εμποροπλοίαρχος και καταγόταν από τα Φύλλα και εγκαταστάθηκε τελικά στην Ύδρα.
Ένας από τους προγόνους του καπετάν Δημήτρη Βώκου έφτασε στα μαχαίρια με τους Τούρκους. Αναγκάστηκε έτσι η γενιά των Βωκαίων, από τον παππού - ίσως και πιο πέρα - του καπετάν Δημήτρη, το 1668, να φύγει και να κρυφτεί, πρώτα στο ερημονήσι Δοκό και ύστερα να περάσει στην Ύδρα.
Ο Ανδρέας Μιαούλης από μικρός ασχολήθηκε με το ναυτικό επάγγελμα και σε ηλικία μόλις 16 ετών έγινε κυβερνήτης του οικογενειακού εμπορικού πλοίου.
Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων διέσπασε αρκετές φορές τον αγγλικό αποκλεισμό, κέρδισε πολλά χρήματα από το εμπόριο, ναυπήγησε δικά του πλοία και αντιμετώπισε πειρατές.
Στην Επανάσταση του 1821 ορίστηκε συναρχηγός της υδραίικης ναυτικής μοίρας μαζί με τον Ιάκωβο Τομπάζη και τον επόμενο χρόνο τον διαδέχτηκε στην αρχηγία του στόλου.
Το πρώτο του ανδραγάθημα πραγματοποιήθηκε στη ναυμαχία της Πάτρας στις 20 Φεβρουαρίου 1822.
Αλυσίδα ολόκληρη από ναυμαχίες, μικρές και μεγάλες ναυτικές επιχειρήσεις συνθέτουν τον πίνακα της δράσης του. Στη Χίο στις 19 Μαϊου 1822, έξω από τις Σπέτσες, στις 8 Σεπτεμβρίου 1822, στη Μυτιλήνη και σε άλλα σημεία του Βορ. Αιγαίου το 1823, στα Ψαρά, στις 3 Ιουλίου 1824, στο Γέροντα, στις 29 Αυγούστου 1824, έξω από τη Σάμο, στις 6 Σεπτεμβρίου 1824, μέσα στο λιμάνι της Μεθώνης, στις 30 Απριλίου 1825, στη Σούδα κι έξω από το Μεσολόγγι, ιδιαίτερα όταν άρχισε η μεγάλη έλλειψη τροφών στη φρουρά. Πάσχισε με κάθε μέσο να βοηθήσει την πολιορκημένη πόλη. Πέτυχε να περάσει ποσότητα τροφίμων στις 20 Νοεμβρίου 1825, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει το ίδιο και στις 1 Απριλίου 1826 και το Μεσολόγγι έπεσε ύστερα από 10 μέρες.
Ο Καποδίστριας, που τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, του ανέθεσε την αρχηγία του στόλου του Αιγαίου, αλλά στη συνέχεια υπήρξε από τους πρωτεργάτες της αντικαποδιστριακής κίνησης και έφτασε στο σημείο να διατάξει την πυρπόληση των ελληνικών πλοίων στο λιμάνι του Πόρου, ενέργεια που τον στιγμάτισε. Ορίστηκε μέλος της επιτροπής που μετέβη στο Μόναχο για να προσφέρει την αφοσίωση του έθνους στον Oθωνα, από τον οποίο διορίστηκε αρχηγός του Ναυτικού Διευθυντηρίου και γενικός επιθεωρητής του στόλου. Το 1834 έγινε σύμβουλος της επικρατείας.
Πέθανε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 1835 και τάφηκε στον Πειραιά στην Ακτή που ονομάστηκε έκτοτε Ακτή Μιαούλη.

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ


Μόλις άρχισε ο αγώνας πήγε στη Μύκονο όπου εξόπλισε με δικά της χρήματα δύο πλοία, με τα οποία καταδίωξε η ίδια τους πειρατές που σάρωναν εκείνη την εποχή τη θαλάσσια περιοχή της Μυκόνου. Αργότερα δημιούργησε στόλο από έξι πλοία και συγκρότησε σώμα πεζικού που αποτελούνταν από 16 λόχους των πενήντα ανδρών και πήρε μέρος στην επιχείρηση της Καρύστου καθώς και στις μάχες του Πηλίου, της Φθιώτιδας και της Λειβαδιάς. Επέστρεψε κατόπιν στη Μύκονο και ασχολήθηκε με τη τροφοδοσία του ναυτικού αγώνα και τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της.

Γνωρίζοντας τη γαλλική γλώσσα ήταν η συντάκτρια της συγκινητικής έκκλησης προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον αγώνα και τα δεινά των Ελλήνων.

Οταν έληξε η επανάσταση εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Της απονεμήθηκε από τον Καποδίστρια ο βαθμός της αντιστρατήγου. Το 1840 εγκαταστάθηκε στην Πάρο.
Στην απελευθερωμένη Ελλάδα, οι πολιτικές ίντριγκες του Κωλλέτη έχουν σαν στόχο και τη Μαντώ.
Aποσύρεται απογοητευμένη στην Πάρο το 1840, όπου πέθανε το 1848, φτωχή και λησμονημένη, έχοντας διαθέσει όλη της την περιουσία στον αγώνα της Ελλάδας για απελευθέρωση.

Η Μαντώ Μαυρογένους είχε στην κατοχή της από οικογενειακή κληρονομιά ένα πολύτιμο σπαθί. Λένε πως το σπαθί αυτό ήταν απ'τα χρόνια του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. ΄Αλλοι λένε πάλι πως η Μεγάλη Αικατερίνη το είχε χαρίσει στον πατέρα της Μαντώς. ΄Ηταν "Χρυσοποίκιλτον και Αδαμαντοκόλλητον". Είχε χαραγμένη την επιγραφή "Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων".

Σαν κατέβηκε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, η Μαντώ του χάρισε το "πατροπαράδοτον μου και πολυτιμότατον δια την αρχαιοτητά του σπαθίον", όπως γράφει και η ίδια. Ο Κυβερνήτης την ευχαρίστησε για το ιστορικό αυτό δώρο, "σπάθην οπλίσασαν την χεριά γενναίου τίνος προμάχου του Σταυρού".

Στον τιμητικό αποχαιρετιστήριο χορό, που δώσανε στο σπίτι του Αλεξάνδρου Κοντοσταύλου στην Αίγινα, για χάρη του στρατάρχη Μαιζών που θα έφευγε από την Ελλάδα, ο Καποδίστριας πρόσφερε το ιστορικό αυτό σπαθί στον Μαιζών, "ως τεκμήριον της προς αυτό ευγνωμοσύνης του ΄Εθνους".

Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πώς, εκτός από τη Γαλλική, μιλούσε άπταιστα την Ιταλική αλλά και την Τουρκική.
 
Μετά την Επανάσταση, απογοητευμένη από την άτυχη ερωτική περιπέτειά της με το Δημήτριο Υψηλάντη και καταδιωκόμενη από τον Ιωάννη Κωλέττη, ξαναγύρισε στη Μύκονο και έπειτα από λίγα χρόνια πέθανε στην Πάρο πολύ φτωχή και λησμονημένη