ΟΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ

ΟΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ

ΛΑΟΣ ΠΟΥ ΧΑΝΕΙ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

11 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 480 π.Χ Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΥ


Κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων, για πρώτη ουσιαστικά φορά οι στόλοι των Ελλήνων και των Περσών ήλθαν αντιμέτωποι στα στενά του Αρτεμισίου* τον Αύγουστο του 480 π.χ. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ηρόδοτο (Iστoρίαι, Ζ' 176-196, Η' 1-23), το καλοκαίρι του έτους αυτού οι Έλληνες αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν συνδυασμένα τον πολυάριθμο στρατό και στόλο του Ξέρξη στο στενό των Θερμοπυλών και στη θάλασσα του Αρτεμισίου.Ο περσικός στόλος με 1207 πλοία έπλεε κατά μήκος των ακτών της Θεσσαλίας μέχρι τις ακτές του Πηλίου, όπου σε καταιγίδα χάθηκαν 400 πλοία. Το υπόλοιπο τμήμα αγκυροβόλησε στους Αφέτες, περιοχή που ταυτίζεται με τον σημερινό Πλατανιά της Μαγνησίας. Περίπου απέναντι, στην εκτεταμένη παραλία στο σημερινό Πευκί, μπροστά από το ιερό της Αρτέμιδος, ναυλοχούσε ο ελληνικός στόλος, από 271 πλοία. Μολονότι τα περισσότερα πλοία ήταν αθηναϊκά υπό τον Θεμιστοκλή, την αρχηγία του στόλου είχε ο σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης. Παράλληλα, οι Πέρσες έστειλαν 200 πλοία να περιπλεύσουν την Εύβοια και να κυκλώσουν τους Έλληνες, όμως σε καταιγίδα τα πλοία χάθηκαν στα κοίλα της Ευβοίας, περιοχή που ταυτίζεται με την ακτή ανάμεσα στην Κύμη και τον Kαφηρέα.Οι δύο στόλοι ήλθαν αντιμέτωποι 3 φορές σε διάστημα 3 ημερών (βλ. σχέδιο), με αμφίρροπο αποτέλεσμα στο ναυτικό πεδίο, με ουσιαστική όμως νίκη των Ελλήνων στο πεδίο της στρατηγικής, καθώς ο ελληνικός στόλος επέτυχε τον σκοπό του: Ο περσικός στόλος δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον δοκιμαζόμενο στρατό του Ξέρξη στις Θερμοπύλες, όπου έπρεπε να βρεθεί ένας Εφιάλτης για να νικηθούν οι 300 Σπαρτιάτες του Λεωνίδα και οι 700 Θεσπιείς.Τις παραμονές της ναυμαχίας του Αρτεμισίου ο Ηρόδοτος (1)κάνει καταμέτρηση του ελληνικού στόλου. Ο αριθμός των ελληνικών πλοίων ανήρχετο σε 271 εκτός των πεντηκοντόρων, ενώ καταμετρά 1207 πλοία στη δύναμη του Πέρση βασιλιά Ξέρξη, συζύγου της γραφικής Εσθήρ.Ιδανικός σύμμαχος των Ελληνικών δυνάμεων γίνεται ο καιρός αφού μπουρίνια κατέστρεψαν μεγάλο μερος του Περσικού στόλου, με τον Ευβοέα Σκυλλία να αποδεικνύεται ηρωική φυσιογνωμία καθώς εκπαιδευμένος στην τεχνική των καταδύσεων έκοβε τις άγκυρες από πολλά περσικά πλοία τα οποία συντρίβονταν στα απόκρυμνα βράχια του Πηλίου.
Η ναυμαχία κράτησε 3 μέρες. Όταν έφθασε η είδηση ότι οι Πέρσες διέβησαν τις Θερμοπύλες, οι Έλληνες κατάλαβαν ότι δεν είχε πλέον νόημα η παραμονή του στόλου στην περιοχή του Αρτεμισίου και χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκαν μέσω του Ευρίπου προς την Αττική. Όταν πληροφορήθηκαν τον απόπλου του ελληνικού στόλου, οι Πέρσες αποβιβάσθηκαν στη Βόρεια Εύβοια και τη λεηλάτησαν επί τρεις ημέρες.Η ναυμαχία του Αρτεμισίου απέβη ιδιαίτερα σημαντική για την εξέλιξη των Περσικών Πολέμων, καθώς η εμπειρία και η γνώση του αντιπάλου που απέκτησαν οι Έλληνες ναυτικοί, όπως και οι σημαντικές απώλειες των Περσών συνετέλεσαν αποφασιστικά στην νικητήρια ναυμαχία της Σαλαμίνος τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.Μετά τη λήξη του πολέμου οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιο στο ιερό της Αρτέμιδος Προσηώας, όπου αναγραφόταν το επίγραμμα που μας παραδίδει ο Πλούταρχος:Παντοδαπών ανδρών γενεάς Άσίης από χώραςπαίδες Άθηναίων τώδέ ποτ' έν πελάγειναυμαχία δαμάσαντες, έπεί στρατός ώλετο Μήδων,σήματα ταύτ' εθεσαν παρθένω Άρτέμιδι.Δηλαδή:Πολλών εθνών άνδρες από τις χώρες της Ασίας τα παιδιά των Αθηναίων κάποτε σ' αυτό εδώ το πέλαγος κατανίκησαν σε ναυμαχία. Όταν χάθηκε ο στρατός των Περσών έστησαν αυτά τα σήματα (της νίκης τους) προς τιμήν της παρθένου Αρτέμιδος.

(1) Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Μακεδόνες είναι Έλληνες και μάλιστα δωρικής καταγωγής, ίδιου έθνους με τους Σπαρτιάτες, Κορίνθιους κ.α., του έθνους εκείνου που στη μεν Πελοπόννησο λέγεται λέει «δωρικό» και στην Πίνδο «Μακεδνό»«Συγκροτούσαν δε το στόλο (τον ελληνικό στη Μάχη της Σαλαμίνας) οι εξής: Από την Πελοπόννησο οι Λακεδαιμόνιοι με 16 πλοία, οι Κορίνθιοι, με τον ίδιο αριθμό πλοίων, το οποίον έδωσαν και εις το Αρτεμίσιον. Οι Σικυώνιοι, με δέκα πλοία, οι Επιδαύριοι με δέκα, οι Τροιζήνιοι με πέντε, οι Ερμιονείς με τρία. Όλοι αυτοί, εκτός των Ερμιονέων ανήκουν στο Δωρικό και Μακεδνόν έθνος, ελθόντες στην Πελοπόννησο από τον Ερινεόν και την Πίνδον(«εόντες ούτοι πλην Ερμιονέων Δωρικό τε και Μακεδνόν έθνος, εξ Ερινεού τα και Πίνδου»), και το τελευταίον από την Δρυοπίδα. Οι δε Ερμιονείς είναι καθαυτό Δρύοπες τους οποίους εξεσήκωσαν από τη σήμερον λεγόμενη Δωρίδα ο Ηρακλής και οι Μαλιείς. Εκ των Πελοποννησίων αυτοί ήσαν εις το στόλον (δηλαδή τον ελληνικό στη Μάχη της Σαλαμίνας)» (Ηρόδοτος Η, 43)
*Το ακρωτήριο του Αρτεμισίου δεν είναι μόνο γνωστό για τη ναυμαχία που έλαβε χώρα εκεί τον Αύγουστο του 480 π.Χ. μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, αλλά και για δυο μοναδικά χάλκινα αγάλματα, τα οποία ανασύρθηκαν από τη θαλάσσια περιοχή του και αποτελούν δείγματα υψηλής τέχνης. Πρόκειται για το το θεό (Δίας ή Ποσειδώνας) και το λεγόμενο «μικρό ιππέα? του Αρτεμισίου, τα οποία εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα. Η αξία των ευρημάτων αυτών είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς είναι από τα λίγα προτότυπα έργα που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα, και πολύ περισσότερο χάλκικα. Τα χάλκινα έργα τέχνης, όταν πλέον δεν ήταν απαραίτητα στους μεταγενέστερους, μπορούσαν εύκολα να λιώσουν και να χρησιμοποιηθεί το μέταλλό τους για άλλους σκοπούς.Ήταν τον 2ο ή αρχές του 1ου αι. π.Χ. όταν ένα πλοίο με τα δυο αυτά πολύτιμα έργα τέχνης έπλεε στο στενό του Αρτεμισίου, όπου και ναυάγησε. Η χρονολόγηση αυτή προκύπτει από την κεραμική, αγγεία και λυχνάρια που ανασύρθηκαν μαζί με τα αγάλματα. Η πορεία του πλοίου και ο χώρος που ήταν τοποθετημένα τα αγάλματα δεν είναι γνωστός. Αν και θεωρείται ότι ο Δίας ή Ποσειδώνας του Αρτεμισίου έχει κατασκευαστεί στην Αθήνα, δεν είναι απαραίτητο να είχε αφιερωθεί και σε ένα ιερό της Αττικής. Η κεραμική που βρέθηκε ωστόσο μαζί με τα αγάλματα συνδέεται με τη Μικρά Ασία και την Πέργαμο. Το πλοίο πρέπει να κατευθυνόταν είτε από Βορρά προς τη νότια Ελλάδα μέσω του Ευβοϊκού κόλπου είτε αντίστροφα. Στην προσπάθεια των αρχαιολόγων να συνδέσουν το ναυάγιο με διάφορα γνωστά ιστορικά γεγονότα έχουν προταθεί διάφορες απόψεις. Μια από αυτές αναφέρει ότι το πλοίο πιθανόν να μετέφερε λεία από τη Μακεδονία στη Ρώμη μετά την καταστολή της επανάστασης του Ανδρίσκου το 148 π.Χ. από τον Καικίλιο Μέτελλο. Μια δεύτερη άποψη ισχυρίζεται ότι το πλοίο είχε πορεία προς την Πέργαμο με λεία από την Κόρινθο μετά την άλωσή της από το Μόμμιο το 146 π.Χ. Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει ότι ο Μόμμιος έδωσε τμήμα της λείας σε στρατηγό του Άτταλου Γ΄ Φιλοποιμένα, ο οποίος τη μετέφερε στην Πέργαμο. Κατά των δυο αυτών υποθέσεων στέκεται η χρονολόγηση της κεραμικής που βρέθηκε μαζί με τα αγάλματα και τοποθετείται άργοτερα από τα γεγονότα αυτά.Το Απρίλιο του 1926 πιάστηκε στα δίχτυα ψαράδων από τη Σκιάθο ο αριστερός βραχίωνας του αγάλματος του θεού. Το υπόλοιπο τμήμα του αγάλματος ανασύρθηκε από τον πυθμένα της θάλασας δυο χρόνια αργάτερα και πάλι από ψαράδες και σφουγγαράδες, το Σεπτέμβριο 1928. Το χάλκινο άγαλμα μεταφέρθηκε αμέσως στην Αθήνα. Το Νοέμβριο του 1928 σε έρευνες υπό την αιγίδα πλέον του ελληνικού κράτους ήρθε στο φως το μπροστινό τμήμα του αλόγου και ο μικρός ιππέας. Μικρότερα τμήματα του δεύτερου αγάλματος βρέθηκαν το 1929, ενώ το πίσω μέρος του αλόγου ανασύρθηκε το 1936. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου συντηρήθηκαν, ενώ τα χάλκινα αγάλματα αποτελούν από τότε δυο από τα κυριότερα εκθέματα του μουσείου.

Οι Έλληνες αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν συνδυασμένα τον πολυάριθμο στρατό και στόλο του Ξέρξη στο στενό των Θερμοπυλών και στη θάλασσα του Αρτεμισίου( το στενό των Θερμοπυλών είναι στον κύκλο και το Αρτεμίσιο απέναντι στην ΒΑ. Εύβοια ).

11 Αυγούστου 1685 Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΕΙΑΣ


Το 1500 οι βενετικές κτήσεις της Μεσσηνίας περιέρ­χονται στα χέρια των Τούρκων. Την περίοδο από το 1460 μέχρι το 1685 ονομά­ζουμε Πρώτη Τουρκοκρατία. Οι Βενετοί στις 11 Αυγούστου 1685 καταλαμβά­νουν την Κορώνη, στις 14 Σεπτεμβρίου την Καλαμάτα και σταδιακά την Πελο­πόννησο (1685-1687), την οποία κράτησαν τρεις δεκαετίες. Το 1715 οι Τούρκοι ανακαταλαμβάνουν τον Μοριά σε μια Δεύτερη Τουρκοκρατία που θα διαρκέσει μέχρι τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821).
Ο Απόστολος Βακαλόπουλος έχει υποστηρίξει ότι ο ορεινός εποικισμός λαμβάνει χώρα ευθύς με την τουρκική κατάκτηση: οι ελληνικοί πληθυσμοί κα­ταφεύγουν στα βουνά, θέση που σωστά ελέγχουν νεότεροι μελετητές. Το όλο θέμα και με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσε να ξαναδιατυπωθεί έτσι: ο πληθυσμός καταφεύγει στα ορεινά την εποχή της γενικευμένης ανασφάλειας, κυρίως από τα μέσα του 13ου αιώνα έως και την τουρκική κατάκτηση, «όπου και θα παραμείνει κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας». Οι Τούρκοι τιμαριούχοι ως γνωστόν προτίμησαν να εγκατασταθούν στα εύφορα πεδινά, εκεί όπου συγκεντρώνονται άλλωστε και τα περισσότερα τουρκώνυμα χωριά.

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1920 ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΣΕΒΡΩΝ


Η Συνθήκη των Σεβρών υπεγράφη στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 στην πόλη Σέβρ (Sèvres) της Γαλλίας, φέρνοντας την ειρήνη ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Συμμαχικές και σχετιζόμενες Δυνάμεις μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε αποδεκτή από τον σουλτάνο Μεχμέτ ΣΤ' ο οποίος προσπαθούσε να σώσει τον θρόνο του, αλλά απορρίφθηκε από το ανεξάρτητο κίνημα των Νεότουρκων. Το κίνημα υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ χρησιμοποίησε αυτή τη διένεξη για να αυτοανακηρυχθεί κυβέρνηση και να καταργήσει την μοναρχία.

Τα εδάφη που έχασε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Συνθήκη των Σεβρών

Οι βασικοί όροι της συνθήκης ήταν: η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδιδε την κυριαρχία της Μεσοποταμίας (Ιράκ), της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας στην Βρετανία ως προτεκτοράτα της Κοινωνίας των Εθνών, την Συρία και τον Λίβανο στην Γαλλία επίσης ως προτεκτοράτα. Η Χετζάζ (μέρος της σημερινής Σαουδικής Αραβίας) το Κουρδιστάν και η Αρμενία θα γίνονταν ανεξάρτητα κράτη.

Η Βόρεια Ήπειρος ενσωματωνόταν στο ιδρυόμενο Αλβανικό κράτος, ουσιαστικά προτεκτοράτο της Ιταλίας. Τα Δωδεκάνησα παραδόθηκαν στην Ιταλία η οποία συμφώνησε να τα δώσει εκτός από την Ρόδο και το Καστελλόριζο στην Ελλάδα, και αν η Βρετανία έδινε την Κύπρο στην Ελλάδα, τότε (μετά από δημοψήφισμα) θα έδιναν κι αυτά τα νησιά (η συμφωνία ακυρώθηκε από την Ιταλία το 1922).

Στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, και η Θράκη από την οποία η Βουλγαρία παραιτούνταν οριστικά από κάθε δικαίωμά της σε αυτή. Η περιοχή της Σμύρνης έμενε υπό την ονομαστική επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά θα διοικούνταν από Έλληνα Αρμοστή ως εντολοδόχο των Συμμάχων, και θα μπορούσε να προσαρτήθει στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια με δημοψήφισμα.

Τα στενά των Δαρδανελίων και η θάλασσα του Μαρμαρά αποστρατικοποιήθηκαν και έγιναν διεθνής περιοχή, οι Σύμμαχοι απέκτησαν τον οικονομικό έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τέλος, καθορίζονταν η ισότητα και τα δικαιώματα των μειονοτήτων.

Η Σοβιετική Ένωση δεν συμμετείχε και έκανε ξεχωριστή συνθήκη με τους Οθωμανούς. Μετά την επικράτηση των Νεότουρκων, που μετέφεραν την πρωτεύουσα στην Άγκυρα, και την Μικρασιατική Καταστροφή, οι σύμμαχοι αναγκάστηκαν να υπογράψουν νέα συνθήκη (Συνθήκη της Λωζάνης) το 1922, με ευνοϊκότερους όρους για την (πλέον) Τουρκία.

Ωστόσο, δεν ίσχυσε ποτέ, διότι δεν εγκρίθηκε από κανένα κοινοβούλιο των χωρών της Αντάντ, ούτε της Ελλάδος. Ουσιαστικά δεν απέκτησε νομική οντότητα.

Σημειώσεις
 Οι συμμαχικές και οι σχετιζόμενες δυνάμεις ήταν: Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία (πρωταρχικοί σύμμαχοι), Αρμενία, Βέλγιο, Ελλάδα, Χετζάζ, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία και Τσεχοσλοβακία.

10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1913 ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ


Η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) είναι η συνθήκη ειρήνης που συνομολογήθηκε στις 10 Αυγούστου του 1913 στο Βουκουρέστι, εξ ου και η ονομασία της, μεταξύ των Βασιλείων της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Σερβίας, και του Μαυροβουνίου αφενός και της Βουλγαρίας αφετέρου. Με τη συνθήκη αυτή δόθηκε τέλος στο Β' Βαλκανικό Πόλεμο ακριβώς μετά την ήττα της Βουλγαρίας.

Προηγηθέντα της συνθήκης

Οι διαπραγματεύσεις της διάσκεψης για τη συνομολόγηση της συνθήκης αυτής διεξάχθηκαν στο Βουκουρέστι σ΄ έναν αγώνα προσδιορισμού των νέων συνόρων και ειδικότερα των Σερβο-Βουλγαρικών και των Ελληνο-Βουλγαρικών (στη Θράκη). Πριν όμως της σύγκλησης της διάσκεψης αυτής είχαν προηγηθεί οι ακόλουθες πολιτικές, διπλωματικές και άλλες στρατιωτικές ενέργειες:

Στις 26 Απριλίου (1913) ο Έλληνας Πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος ενημερώνει εγγράφως τον Στογιάν Δάνεφ περί μη ύπαρξης σχετικής συμφωνίας μεταξύ Σερβίας και Ελλάδος δηλώνοντάς του πως γενικά οι Έλληνες επιθυμούν να καταστήσουν την υπό κυριαρχία τους Θεσσαλονίκη ελεύθερο λιμένα και επιπρόσθετα πως αν επιχειρηθεί χωριστή συμφωνία με τη Βουλγαρία οι Έλληνες είναι πρόθυμοι να παύσουν να ενδιαφέρονται για τις Σερβο-Βουλγαρικές διαφορές που αφορούσαν το Μοναστήρι κ.ά. (Σημειώνεται πως την πρόταση αυτή του Βενιζέλου επικαλέσθηκε αργότερα ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός Ιβάν Γκέσωφ σε γαλλόφωνο βιβλίο που εξέδωσε προκειμένου ν΄ αποδείξη ότι η Ελλάδα τότε, στο Βουκουρέστι, δεν απαιτούσε κάνενα ζωτικό συμφέρον στη διανομή της Μακεδονίας).

Παράλληλα όμως ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός Γκέσωφ επιζητούσε πρώτα να επιλυθεί, με τη βοήθεια της ομόθρησκης Ρωσίας, η Σερβο-Βουλγαρική διαφορά προκειμένου στη συνέχεια να μείνη μόνο εκείνη με την Ελλάδα (κατά τις επιστολές Γκέσωφ - Σαζόνωφ).

Την ίδια περίοδο η Αυστροουγγαρία συμβουλεύει τη Βουλγαρία να λάβει υπόψης της την κατάσταση όπως εξελίχθηκε και να προβεί σε θυσίες προκειμένου να φθάσει σε συμφωνία με τη Ρουμανία.

Στο μεταξύ στις 19/30 Μαΐου 1913 υπογράφεται η Συνθήκη Λονδίνου (1913) σύμφωνα με την οποία όλα τα εδάφη δυτικά της "γραμμής Αίνου - Μηδείας", εκτός Αλβανίας, παραχωρούνται στους νικητές, καθώς και κάποια εδάφη της Θράκης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Διστροπώντας όμως οι Βούλγαροι να εκκενώσουν εδάφη που παραχωρούνταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ο Σουλτάνος διέταξε τον Ισμέτ πασά με τουρκικές δυνάμεις να εισβάλλει στα συγκεκριμένα κατεχόμενα υπό τη Βουλγαρία εδάφη και να ανακαταλάβει αυτά. Ο Ισμέτ πασάς όμως, προήλασε και πέραν της γραμμής Αίνου - Μηδείας καταλαμβάνοντας και την Αδριανούπολη.

Όταν όμως έγινε γνωστό ότι τούρκοι αιχμάλωτοι και μουσουλμανικοί πληθυσμοί σφαγιάζονταν σε αντίποινα από τους Βουλγάρους ο Σουλτάνος απείλησε έναρξη νέου πολέμου. (Σημειώνεται πως αντ΄ αυτού και μετά τη παρούσα συνθήκη ακολούθησαν η διμερής Βουλγαροτουρκική Συνθήκη Κωνσταντινούπολης (1913), και η Ελληνοτουρκική Συνθήκη Αθηνών (1913)).

Οι Μεγάλες Δυνάμεις

Η θέση των Μεγάλων Δυνάμεων όπως αυτή εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης των Βαλκανικών Βασιλείων στο Βουκουρέστι και ειδικότερα επί των ελληνικών αιτημάτων ήταν η ακόλουθη:

Τόσο πρώτη η Γερμανία όσο και η Γαλλία υποστήριξαν θερμά τις ελληνικές θέσεις και μάλιστα σε βαθμό που η δεύτερη εκ του γεγονότος αυτού να περιέλθει σε διπλωματική ψυχρότητα με τη σύμμαχό της Ρωσία.

Η Ρωσία αντίθετα υποστήριξε θερμά όλα τα αιτήματα της Βουλγαρίας, όπως τη παραχώρηση της Καβάλας κ.ά.

Αλλά και η Αυστροουγγαρία υποστήριξε επίσης τη Βουλγαρία, συγκεκριμένα ο υπουργός εξωτερικών της, κόμης Μπέτερχολντ, εξέφρασε την αδικία σε βάρος της Βουλγαρίας που επειχειρούνταν με την διαρρύθμιση των συνόρων της με την Ελλάδα και Σερβία προβάλλοντας λόγους τόσο εθνολογικούς όσο και οικονομικούς.

Τέλος η Αγγλία και η Ιταλία δεν εναντιώθηκαν αλλά ούτε και υποστήριξαν τα ελληνικά αιτήματα και ιδιαίτερα για τη παραχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία. Αξίζει όμως ν΄ αναφερθεί η διπλωματική στάση της Αγγλίας όπως δηλώθηκε από τον πρέσβη της στον Ρουμάνο πρωθυπουργό και υπουργό των Εξωτερικών Μαγιορέσκου που είχε ως εξής:

"Οποιαδήποτε κι αν είναι η απόφαση της Συνδιάσκεψης αυτής του Βουκουρεστίου, η αγγλική Κυβέρνηση επιφυλάσσει στον εαυτόν της το δικαίωμα της αναθεώρησής της, προς υπεράσπιση των βρεταννικών συμφερόντων".

Επειδή στη θέση αυτή δεν συνέπραξαν το ίδιο και οι πρέσβεις της Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας, αναγκάσθηκε ο άγγλος πρέσβης να σπεύσει και ν΄αποσύρει έγκαιρα τη παράπάνω δήλωσή του ανακοινώνοντας σχετικά στον Μαγιορέσκου.

Η Συνθήκη

Γενικά η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) με την άμεση σχετικά συνομολόγηση και υπογραφή της υπήρξε πολύ σημαντική ιδιαίτερα στους Συμμάχους (Ελλάδα, Σερβία και Ρουμανία) δια της οποίας εκτός του ότι ορίσθηκαν τα σύνορα της ηττημένης Βουλγαρίας με τις όμορες σύμμαχες και νικήτριες Χώρες, ταυτόχρονα απετράπει και η όποια ανάμιξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε βαλκανικά πλέον ζητήματα, εκτός από της εκ μέρους της τελευταίας ανακατάληψη της Αδριανούπολης καθώς και τμημάτων της Ανατολικής Θράκης μέχρι τον ποταμό Έβρο. Πρόσθετα όμως για την Ελλάδα με τη συνθήκη αυτή άρχισε και να οριστικοποιείται και η ποθητή λύση ενός μεγάλου επίσης ζητήματος του Κρητικού που ακόμα χρονοτριβούσε.

Αν και η συνθήκη αυτή δεν συμπεριέλαβε διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό συνόρων μεταξύ των νικητριών Χωρών εν τούτοις οι κύριες συνέπειες εξ αυτής της ήταν:

Η Σερβία να λάβει υπό τη κυριαρχία της όλη τη Βόρεια Μακεδονία μέχρι τη Ραντοβίτσα και τη Στρώμνιτσα περιλαμβάνοντας το Μοναστήρι και το μεγαλύτερο τμήμα του Βαρδάρη (Βαρντάσκας). Τα δε Ελληνο-Σερβικά σύνορα είχαν όμως καθορισθεί από συνελθούσα ειδική διμερή επιτροπή που συνέταξε ιδιαίτερο πρακτικό το οποίο και είχαν προσυπογράψει, επτά ημέρες πριν, στις 3 Αυγούστου 1913 οι Πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Σερβίας Ελευθέριος Βενιζέλος και Νικόλα Πάσιτς αντίστοιχα.

Τα Ελληνο-Βουλγαρικά σύνορα (οροθετική γραμμή) σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης και του προσαρτημένου στη συνθήκη Πρωτοκόλλου της 17 Αυγούστου (1913) καθορίζονται ανατολικά μεν μεταξύ του όρους Μπέλες και των εκβολών του ποταμού Νέστου στο Αιγαίο, και βόρεια από εγγύς Στρωμνίτσας μέχρι όρους Μπέλες.

Η Ρουμανία μετά την επίθεση που ξεκίνησε η Βουλγαρία παρασυρόμενη από το πάθος πολεμικής λύσης, είχε εισβάλει στη Βουλγαρία από την οποία kαι προσάρτησε τη Βουλγαρική Δομβρουτσά.

Η δε Οθωμανική Αυτοκρατορία επανέκτισε την Αδριανούπολη και τμήματα της Α. Θράκης.

Αλλά και η Βουλγαρία αν και ηττημένη, διατήρησε το Μελένοικο και το Νευροκόπι στη βόρεια Μακεδονία καθώς και τη Δυτική Θράκη, εκτός της Καβάλας. Συνεπώς η Βουλγαρία, από τη Συνθήκη αυτή, εξήλθε πολλαπλά κερδισμένη τόσο σε έκταση, όσο και σε πληθυσμό. Συγκεκριμένα έστω και με τα εδάφη που της απέμειναν από εκείνα που είχε προσαρτήσει στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο έφθανε σε έκταση και πληθυσμό την Ελλάδα (³), υπερβαίνοντας και τη Σερβία.

Σημειώσεις

(¹) Υπόψη ότι η Κρήτη σύμφωνα με τη Συνθήκη Λονδίνου (1913) είχε παραχωρηθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε όλους τους νικητές του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Με τη συνθήκη Βουκουρεστίου η Βουλγαρία παραιτήθηκε και από κάθε αξίωση επί της Κρήτης.

(²) Η Σερβία είχε ήδη αναγνωρίσει τα σύνορα μεταξύ Σερβίας - Ελλάδας από ειδική σερβο-ελληνική επιτροπή με βάση ίδίου Πρακτικού που υπογράφηκε στο Βελιγράδι στις 3 Αυγούστου του 1913, από τους Πρωθυπουργούς Ε. Βενιζέλο και Πάσιτς. Επίσης τα αποκλειστικά δικαιώματα της Ελλάδας επί της Κρήτης, σύμφωνα με το παραπάνω Πρακτικό της ειδικής επιτροπής έλαβε ξεκάθαρη θέση με τη διατύπωση: "...άμα τη αποδοχή της καθορισθείσης οροθετικής γραμμής η Σερβία παραιτείται εκ πάσης επί της νήσου Κρήτης αξιώσεως". Η δε οριοθετηκή γραμμή είχε συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πρωθυπουργών με χειρόγραφη επιστολή, (που βρίσκεται σήμερα στα αρχεία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών), δια της οποίας ορίζονταν τα μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας σύνορα από τις θέσεις που κατείχαν αντίστοιχα τα ελληνικά και σερβικά στρατεύματα στη Μακεδονία.

(³) Η συνολική έκταση της Ελλάδας κατά την υπογραφή της Συνθήκης Βουκουρεστίου (1913) από 63.211 τ.χλμ. έφθασε μαζί με τις νήσους του Αιγαίου τα 120.308 τ.χλμ., οι δε κάτοικοι του Βασιλείου της Ελλάδος από 2.631.952 αυξήθηκαν σε 4.718.221.

Παρατηρήσεις

Από το κείμενο της Συνθήκης αυτής, άξια παρατήρησης, είναι τ΄ ακόλουθα σημεία:

Η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) δεν περιελάμβανε άρθρα που να κανονίζουν το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου, (Λήμνου, Χίου, Σάμου κ.λπ.), που κατέχονταν ήδη "De facto" μόνο από την Ελλάδα, χωρίς όμως και να μεριμνήσει περί αυτού άλλη συνθήκη μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Συνέπεια αυτού ήταν οι Τούρκοι εθνικιστές να μην αποδέχονται την ένωση των νήσων αυτών με την Ελλάδα.

Η Ρουμανία κατάφερε με διακανονισμό να λύσει το Κουτσοβλαχικό ζήτημα της Μακεδονίας σύμφωνα με τις απόψεις της, κατά τις οποίες οι τρεις άλλες σύμμαχες Χώρες δέχθηκαν να παραχωρήσουν τόσο εκκλησιαστική όσο και σχολική αυτονομία στους εντός των συνόρων τους Κουυτσοβλάχους και να επιτρέψουν σύσταση ιδιαίτερης ρουμανικής Αρχιεπισκοπής με δικαίωμα επιχορήγησης αυτών από την ρουμανική κυβέρνηση υπό την επίβλεψη της κάθε επιμέρους κυβέρνησης Χώρας.

Γεγονός πάντως ήταν πως με τη Συνθήκη αυτή επισφραγίστηκε η δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδας ή Ελλάδας του Νέστου όπως ονομάστηκε τότε, από Ελλάδα του Σπερχειού (παλαιότερα), αγκαλιάζοντας ένα μεγάλο ποσοστό αλυτρώτου Ελληνισμού.

Η σταθερότητα της Ελλάδας τόσο στη συνθήκη του Βουκουρεστίου όσο και προς τη σύμμαχο Σερβία διαφάνηκε ιδιαίτερα όταν ένα χρόνο μετά, σε σερβική δημοσιογραφική ερώτηση προς τον Ε. Βενιζέλο, (Οκτώβριος 1914), κατά πόσο η Σερβία μπορεί να υπολογίζει στην Ελλάδα σε περίπτωση επίθεσης εκ μέρους της Αυστροουγγαρίας ή της Βουλγαρίας, εκείνος απάντησε: "Εν πάση περιπτώσει η Ελλάς δεν θα ευρεθή εις το εχθρικόν προς την Σερβίαν στρατόπεδον, εάν ο πόλεμος γενικευθεί". Σε άλλη επίσης ερώτηση περί πιθανής πρόκλησης εκ μέρους της Γερμανίας να επιτεθεί στη Σερβία προσκαλώντας και την Ελλάδα με υπόσχεση μεγάλων εδαφικών παραχωρήσεων, ο Βενιζέλος απάντησε χαρακτηριστικά: "Η Ελλάς είναι πάρα πολύ μικρά δια να διαπράξη τόσον μεγάλην αναισχυντίαν".

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ 10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1903 Συγκροτείται στην Αθήνα επιτροπή για την ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα

Στα τέλη του 19ου αιώνα οι Βούλγαροι μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας και την ανάπτυξη της Εξαρχίας, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προσαρτήσουν και τη Μακεδονία με τη δικαιολογία ότι αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους και με το σύνθημα «Η Μακεδονία για τους Μακεδόνες» στηρίχθηκαν στους Σλαβόφωνους πληθυσμούς της Μακεδονίας και προσπάθησαν να αλλοιώσουν το φρόνημα και την εθνική συνείδηση των Μακεδόνων. Για το σκοπό αυτό ίδρυσαν δύο κομιτάτα στη Βουλγαρία και έστελναν στη Μακεδονία οπλισμένες οργανωμένες ομάδες, τους κομιτατζήδες, που σύντομα εξαιτίας της αντίδρασης του πληθυσμού κατέφυγαν σε δολοφονίες, ομαδικές σφαγές, εμπρησμούς, κ.α. 
 Το 1902 η Μακεδονία είχε γεμίσει από κομιτατζήδες. Παρόλα αυτά οι Έλληνες δεν τους ακολούθησαν και οι Τούρκοι στράφηκαν εναντίον όλων. Η Τουρκία αναγκάστηκε υπό την πίεση της Αυστρία και της Ρωσίας να χωρίσει την περιοχή σε 5 ζώνες (Σκοπίων, Μοναστηρίου, Θεσσαλονίκης, Σερρών, Δράμας) με ξένους διοικητές. Στο μεταξύ η δραστηριότητα των Βουλγάρων συνεχιζόταν με όλο και μεγαλύτερη ένταση. Στρέφονταν κυρίως εναντίον των προκρίτων και των δασκάλων, αλλά και εναντίον των άοπλων πληθυσμών. Ολόκληρα χωριά ξεκληρίστηκαν ή αναγκάστηκαν να γίνουν εξαρχικά.

Όπως ήταν φυσικό η αντίδραση της Ελλάδας εκδηλώθηκε νωρίς από τον 19ο αιώνα. Η Εθνική Εταιρεία οργάνωσε τότε αντάρτικες ομάδες, κυριότερη από τις οποίες ήταν του καπετάνιου Μπρούφα. Στα Νοτιοδυτικά επίσης της Μακεδονίας δρούσαν μικρές αντάρτικες ομάδες ντόπιων. Λόγω της ήττας του 1897 οι ελληνικές κυβερνήσεις κατά το διάστημα 1897-1904, που είχε αρχίσει ο ένοπλος αγώνας των Μακεδόνων, δίσταζαν και αδρανούσαν να επέμβουν. Έτσι η αντίσταση αφέθηκε στους ντόπιους οπλαρχηγούς και στις πρωτοβουλίες του Πατριαρχείου. Με την άνοδο το 1990 στο θρόνο του Πατριαρχείου του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, άρχισαν να τοποθετούνται στη Μακεδονία νέοι, δραστήριοι ιεράρχες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον Μακεδονικό Αγώνα.
Η κατάσταση αναταραχής στη Μακεδονία συνεχιζόταν και στην ύπαιθρο κυρίως επικρατούσε μεγάλη ανασφάλεια. Συχνά οι κάτοικοι αναγκάζονταν να προσφύγουν στις Τουρκικές Αρχές για να ζητήσουν προστασία από τους Κομιτατζήδες.
Στην Ελλάδα, παρά την αδιαφορία των κυβερνήσεων για την κατάσταση στη Μακεδονία, υπήρχε πάντα το ενδιαφέρον μερικών ανθρώπων για τον Αγώνα, που είχε αρχίσει. Διάφορες οργανώσεις φρόντιζαν για την εκπαίδευση , τα σχολεία, και τους δασκάλους. Και μόνο το 1903, όταν οι ενέργειες των κομιτατζήδων είχαν πια ενταθεί και φθάσει στο απροχώρητο, το επίσημο ελληνικό κράτος αποφάσισε την ίδρυση του Μακεδονικού Κομιτάτου με πρόεδρο τον Καλαποθάκη και τον διορισμό του Λάμπρου Κορομηλά ως Γενικού Προξένου Θεσσαλονίκης. Στην Αθήνα η οικογένεια του Στέφανου Δραγούμη, που καταγόταν από τη Μακεδονία, είχε γίνει το κέντρο ειδήσεων για τη Μακεδονία και το 1902 ο γιός του Στέφανου Ίωνας Δραγούμης τοποθετήθηκε υποπρόξενος στη Μακεδονία. Σο σπίτι των Δραγούμηδων μεγάλωσε το ενδιαφέρον γι αυτόν τον αγώνα, ενός άλλου που από νωρίς είχε δεί καθαρά τι συνέβαινε στη Μακεδονία, του Παύλου Μελά.

Το καλοκαίρι του 1903 αποφασίστηκε αποστολή έντεκα Κρητικών προς τον Καραβαγγέλη, ύστερα από επίμονες ενοχλήσεις του. Την επόμενη χρονιά στάλθηκαν 4 αξιωματικοί εφοδιασμένοι με πλαστά διαβατήρια και ψεύτικα ονόματα για να διαπιστώσουν εάν χρειαζόταν βοήθεια από ην Ελλάδα. Οι Αξιωματικοί αυτοί με επικεφαλή τον Αλέξανδρο Κοντούλη (Σκούρτης) Παύλος Μελάς (Ζέζας), Αναστάσιος Παπούλιας (Τάσος) και Γεώργιος Κολοκοτρώνης (Πάνος) μαζί με Κρητικούς συνοδούς αναχώρησαν με άδεια για την Μακεδονία. Επειδή όμως έγιναν αντιληπτοί από τους Τούρκους αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Αθήνα.

10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1825 Το εγχείρημα της Αλεξάνδρειας


Ο Κανάρης πραγματοποίησε επιθέσεις στα μικρασιατικά παράλια, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Δεν μπόρεσε, επίσης, να κάνει τίποτε όταν το 1824 ο Χοσρέφ-Μεχμέτ Πασάς κατέστρεψε τα Ψαρά. Όμως, τον Αύγουστο του 1824 πυρπόλησε μια μεγάλη φρεγάτα του Χοσρέφ στη Σάμο και μια κορβέττα στη Μυτιλήνη. Η έλλειψη πόρων, ωστόσο, αποσυντόνισε το ναυτικό των Ελλήνων. Οι ναύτες έπαιρναν τα πλοία, σήκωναν όποια σημαία ήθελαν και επιδίδονταν στην πειρατεία. O Κανάρης κατάφερνε να επιβάλλει την πειθαρχία στα δικά του πληρώματα. Αλλά κι αυτός μέσα σ' αυτό το καθεστώς αναρχίας παραλίγο να σκοτωθεί το 1825 στην Αίγινα, την εποχή που η Μπουμπουλίνα έχανε τη ζωή της στις Σπέτσες κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής διαμάχης.

Ο Κανάρης εισηγήθηκε στη Διοίκηση ένα παράτολμο εγχείρημα. Ο Μωχάμετ Άλη είχε συγκεντρώσει στην Αλεξάνδρεια περίπου 60 μεγάλα πολεμικά και τριπλάσια φορτηγά πλοία. Μ' αυτά προετοίμαζε το καλοκαίρι του 1825 να στείλει στρατό στην επαναστατημένη Ελλάδα (ο οποίος στρατός χρησιμοποιήθηκε αργότερα στην άλωση του Μεσολογγίου). Το σχέδιο του Κανάρη προέβλεπε να πάνε κάποια ελληνικά πλοία στην Αλεξάνδρεια και να κάψουν τον αιγυπτιακό στόλο. Έτσι θα σταματούσε και το λαθρεμπόριο που έκαναν Γάλλοι, φίλοι του Μωχάμετ Άλη, σε βάρος του ελληνικού αγώνα. Το σχέδιο εγκρίθηκε και η αρχηγία του ελληνικού στόλου ανατέθηκε στον πλοίαρχο Μανόλη Τομπάζη.

Στις 10 Αυγούστου 1825, ο Τομπάζης και ο Αντώνιος Κριεζής, μαζί με τα πυρπολικά του Ανδρέα Μιαούλη, του Μανώλη Μπούτη και του Κανάρη, έφθασαν έξω από την Αλεξάνδρεια. Την έκτη εσπερινή ώρα που έφθασαν προ της Αλεξάνδρειας, έπλεε μεν ούριος άνεμος αλλά για να μπουν μέσα στο λιμάνι χρειάζονταν κάποιον πιλότο επειδή υπήρχαν πολλοί ύφαλοι.

Ο Κανάρης θεώρησε ότι έπρεπε να επιτεθεί άμεσα γιατί ήταν τέτοια η διάταξη των αιγυπτιακών πλοίων που με τον άνεμο ο οποίος φυσούσε, θα υφίσταντο πανωλεθρία σε μια επίθεση με πυρπολικά. Εξαπατώντας τον πιλότο, ύψωσε ρωσική σημαία και μπήκε μόνος του στο λιμάνι. Προσπάθησε να πλησιάσει τον εχθρικό στόλο αλλά ο άνεμος έπεσε ξαφνικά, οπότε άρχισε να κόβει βόλτες μέσα στο λιμάνι, προσπαθώντας να φθάσει στον μυχό. Όταν βρέθηκε δίπλα στο γαλλικό πολεμικό "Μέλισσα", κατάλαβε ότι είχε γίνει αντιληπτός. Έβαλε λοιπόν φωτιά στο πυρπολικό, μπήκε με τους ναύτες του στη βάρκα διαφυγής και προσπάθησε να βγει απ' το λιμάνι. Το πλήρωμα της "Μέλισσας" άρχισε να πυροβολεί και το πυρπολικό και τη βάρκα του Κανάρη. Ο άνεμος δυνάμωσε και το πυρπολικό, καιόμενο, πλησίασε τον αιγυπτιακό στόλο απειλητικά. Ο πλοίαρχος Αργκύς, κυβερνήτης της "Μέλισσας" έγραψε στην έκθεσή του: "Εάν το πλοίον αυτό προσκολλάτε κατά κακήν μοίραν εις την φρεγάταν της πρωτοπορίας, η σύγχυσις ήθελε εμπέσει εις τον υπόλοιπον στόλον, τα δε άλλα δύο πυρπολικά ήθελον προσδράμει, προσβάλλοντα έτερα πλοία. Η καταστροφή θα ήτο τρομερά, ολοκληρωτική δε η νίκη των Ελλήνων. Αλλ' η Μέλισσα κατά κάποιον τρόπο τους παρημπόδισε". Ο Κανάρης, ενώ έβαλλαν εναντίον του και από τα πλοία και από παράκτια πυροβολεία, κατάφερε να διαφύγει και να φθάσει στον ελληνικό στόλο, ο οποίος είχε ήδη υψώσει ελληνική σημαία. Ο Μωχάμετ Άλη πήρε μερικά πλοία και κυνήγησε τους Έλληνες μέχρι τις ακτές της Καραμανίας χωρίς αποτέλεσμα.

Το ότι ο στόχος δεν επετεύχθη δεν οφείλεται σε λάθος του Κανάρη και ούτε μειώνει το μεγαλείο του εγχειρήματος. Οι επαναστατημένοι Έλληνες θεώρησαν την πράξη του Κανάρη πλήρη τόλμης και πατριωτισμού αλλά κάποιοι Ευρωπαίοι δυσαρεστήθηκαν και την είδαν σαν αχαρακτήριστη πειρατική πράξη λόγω της χρήσης ξένης σημαίας υπό επισήμου καταδρομέως. Η αγγλόφιλη "Εφημερίς της Ύδρας", σε μια εποχή που υπήρχαν διαμάχες για το ζήτημα της βασιλικής υποψηφιότητας (κάθε μεγάλη δύναμη ήθελε ο νέος βασιλιάς των Ελλλήνων να προέρχεται από τον δικό της βασιλικό οίκο) κατηγόρησε τους Γάλλους επειδή ο φιλοτουρκισμός τους έγινε αιτία να ματαιωθεί ένα μεγάλο απελευθερωτικό εγχείρημα.