Ο Γιάννης Μακρυγιάννης, πατέρας του Κατσαντώνη, γεννήθηκε στο Βασταβέτσι (Πετροβούνι) της Ηπείρου. Κυνηγημένος από τον Αλή πασά πήρε το μικρό του κοπάδι και κατευθύνθηκε για να κρυφτεί στην περιοχή των Αγράφων, όπου κυριαρχούσε η κλεφτουριά με πρώτο κλέφτη τον ξακουστό Βασίλη Δίπλα. Εγκαταστάθηκε τελικά στο Μάραθο (Μύρισι) Αγράφων Ευρυτανίας, όπου οι κάτοικοι του χωριού τον καλοδέχτηκαν, τον βοήθησαν να στεριώσει και μάλιστα τον πάντρεψαν με την Αρετή, μια συγχωριανή τους, κόρη του κλεφτοκαπετάνιου στ' Άγραφα Βασίλη Δίπλα. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα αγόρια: 1) τον Κατσαντώνη, 2) τον Κώστα Λεπενιώτη, που γεννήθηκε στη Λεπενού, 3) τον Γιώργο Χασιώτη, που γεννήθηκε στα Χάσια και 4) το Χρήστο ή Κούτσικο, που πέθανε φυλακισμένος από τους Τούρκους στα Μετέωρα, καθώς και την κόρη τους Κατερίνα, που παντρεύτηκε κατόπιν στο χωριό Βελαώρα των Απεραντίων.
Στο Μάραθο γεννήθηκε το πρώτο παιδί της οικογένειας, ο Αντώνης, ο μετέπειτα γνωστός ως Κατσαντώνης. (Υπάρχουν ορισμένες αντιρρήσεις αν ο Κατσαντώνης γεννήθηκε στο Μάραθο. Μερικοί, όπως ο Κ. Ρωμαίος υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε κοντά στο Βασταβέτσι. Οι περισσότεροι όμως από τους περιηγητές ή ιστοριογράφους, όπως ο Fauriel, ο Pouqueville, ο Emerson, αλλά κυρίως ο γερουσιαστής Ιωάννης Τσιγκόλης, που έγραψε τις σημειώσεις του ακολουθώντας πιστά τη διήγηση του Θεοδοσίου Νικοθέου, γιου του Νικοθέου, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο ήρωάς μας γεννήθηκε στα Άγραφα και μάλιστα στον τόπο εγκατάστασης του πατέρα του, το Μάραθο). Ως προς τη χρονολογία γέννησής του υπάρχουν και εκεί αντικρουόμενες απόψεις. Ο Κασομούλης πάντως, τοποθετεί τη γέννησή του ανάμεσα στο 1770 και στο 1773, ο Φραγγίστας το 1777, ενώ σύμφωνα με τις πληροφορίες που προκύπτουν από τις σημειώσεις του γερουσιαστή Τσιγκόλη το 1775. Η χρονολογία μάλιστα αυτή τείνει να θεωρηθεί ως η πιο πιθανή. Νουνός του Κατσαντώνη ο ίδιος ο Δίπλας και κατ' άλλη εκδοχή (Κ. Ράμφου), ήταν ο Δήμας από το Κόρθι της Ηπείρου, που ήταν τσοπάνος στα αιγοπρόβατα του Αλή πασά.
Για το παρουσιαστικό του Κατσαντώνη οι ιστορικοί συμφωνούν ότι ήταν μετρίου αναστήματος, γεροδεμένος, με "κομψήν οσφύν", ευκίνητος, μαύρο μουστάκι και "αστραπηβόλλους οφθαλμούς", ατρόμητος, σωστό παλικάρι, σύμφωνη δε με το θέμα αυτό είναι και η τοπική παράδοση στ' Άγραφα, αλλά και το ασύγκριτο φυσικό και αγνό περιβάλλον του Αγραφιώτικου χώρου και του σπιτικού του αρχοντόβλαχου Μακρυγιάννη. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, ο Κατσαντώνης ήταν παντρεμένος με την Αγγελική, κόρη μεγαλοκτηνοτρόφου με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Αλέξανδρο. [Αναφορικά δε με την καθιέρωση του ονόματος του Κατσαντώνη, σημειούνται στη συνέχεια οι κυριότερες εκδοχές. Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση η μητέρα του, που άκουγε το θρυλικό κλέφτη Δίπλα να διηγείται στο γιο της, όταν ήταν παιδί, για κλέφτικα λημέρια και την αντρειωμένη κλεφτουριά που μάχονταν τους Τούρκους και που αργότερα έβλεπε το νεαρό γιο της να ονειρεύεται την ελεύθερη ζωή των βουνών, τον παρακαλούσε να μείνει ακόμη λίγο στο χωριό ασφαλής κοντά της, λέγοντας "Κάτσε Αντώνη - Κάτσε Αντώνη", από όπου προήλθε τελικά και το όνομα Κατσαντώνης. Η πιθανή όμως εκδοχή είναι ότι το όνομα Κατσαντώνης προέρχεται από την τούρκικη λέξη "Kaçan" (Κατσάν), που σημαίνει φυγόδικος. Το γράμμα - ç - στην τουρκική προφέρεται τσε. Ο Κατσαντώνης προτού ακολουθήσει την κλέφτικη ζωή είχε καταστεί φυγόδικος (Κατσαν - Αντώνης), γιατί είχε σκοτώσει κάποιον Τούρκο].
Πριν βγει στο κλαρί ήταν βοσκός στο κοπάδι του πατέρα του και είχε γυρίσει όλα τα βουνά των Αγράφων. Στα εικοσιπέντε του χρόνια όμως, δηλ. το 1802, όπως υποστηρίζει ο Φραγγίστας, εγκατέλειψε τον ποιμενικό βίο και έγινε κλέφτης, έπειτα από κάποιο περιστατικό που του συνέβη μ' έναν Τούρκο. Είχε συλληφθεί και εδάρη από ένα μπουλούκμπαση με την κατηγορία της ζωοκλοπής και αφέθηκε ελεύθερος αφού κατέβαλε πολλά λύτρα. Μόλις ο Κατσαντώνης απελευθερώθηκε, σκότωσε τον μπουλούκμπαση και υποχρεώθηκε έτσι, φυγοδικώντας, να στραφεί στην κλέφτικη ζωή. Μαζί με δέκα συγχωριανούς ή συγγενείς του άφησε το Μάραθο και εντάχθηκε στην ομάδα του Δίπλα, που λέγεται κατά την παράδοση ότι ήταν νονός του. Κοντά στο Δίπλα, έχοντας μαζί του και τους Κώστα Λεπενιώτη και Γεώργιο Χασιώτη, αύξησε τους ανθρώπους του και απόκτησε δικό του ασκέρι με 80 περίπου παλικάρια.
Μάχη της Τριφύλλας Κλειτσού: Η πρώτη του σπουδαία νίκη του εναντίον των Τουρκαλβανών έγινε στα μέρη της Τριφύλλας του Κλειτσού, όταν το 1803, κατά το Δημήτρη Σταμέλο, (το 1805 κατά το Φραγγίστα), συνεπλάκη με το δερβέναγα Ιλιάσμπεη και τριακόσιους Αλβανούς τους οποίους έτρεψε σε φυγή, ενώ σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον Ιλιάσμπεη. Θα πρέπει να αναφέρουμε σ' αυτό το σημείο ότι εκείνη την εποχή ο Κατσαντώνης έτρεφε μεγάλο μίσος εναντίον των Τουρκαλβανών, επειδή ο Αλή πασάς είχε διατάξει να συλλάβουν τους γονείς του και να τους μεταφέρουν στα Γιάννενα, όπου τελικά, αφού τους βασάνισε, τους σκότωσε. Ακόμη έπρεπε να αποδείξει ότι ήταν άξιος διάδοχος του Δίπλα αφού ο θρυλικός κλέφτης του παραχώρησε την αρχηγία, αναγνωρίζοντας την παλικαριά και την ανδρειωσύνη του.
Μάχες στις Γούστρες Ξηρόμερου: Γύρω στα 1804 ο Αλή πασάς προσπαθώντας να περιορίσει τη δράση των κλεφτών και να τους υποχρεώσει να "προσκυνήσουν", έστειλε το Γιουσούφ Αράπη, με στρατό για να εκφοβίσει τα χωριά, να σταματήσει την τροφοδοσία των κλεφτών και έτσι να τους αναγκάσει να παραδοθούν. Ο Γιουσούφ Αράπης άρχισε την τρομοκρατία του από την περιοχή του Βάλτου και του Ξηρόμερου. Ο Κατσαντώνης έψαχνε κάποια ευκαιρία για να επιτεθεί. Την ευκαιρία τη βρήκε όταν ο Γιουσούφ Αράπης, διέταξε τον Κουτζουμουσταφάμπεη να συλλάβει τους πιο γνωστούς προκρίτους του Ξηρομέρου. Πράγματι, καθώς ο Κουτζουμουσταφάμπεη οδηγούσε μερικούς προκρίτους στο Γιουσούφ, ο Κατσαντώνης που τον παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς, επιτέθηκε εναντίον του κοντά στην Κατούνα και ύστερα από μια φονική μάχη που κράτησε μια ώρα κατόρθωσε να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους, να σκοτώσει τον Κουτζουμουσταφάμπεη και να τρέψει σε φυγή τους στρατιώτες του.
Η νίκη του Κατσαντώνη προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους υπόδουλους και γέμισε με οργή και φόβο τον Αλή. Σύμφωνα με τον Κασομούλη, ο Κατσαντώνης από όλους τους κλέφτες "επαρουσιάζετο η μεγαλυτέρα μάστιξ κατά των Τουρκαλβανών του Αλή Πασά". Η φήμη του εξαπλώθηκε όχι μόνο στα Άγραφα, το Βάλτο και το Ξηρόμερο αλλά και στη Θεσσαλία, στην περιοχή του Σουλίου, παντού...
Ο "νταϊφάς" του αυξήθηκε, έφθασε σε δύναμη πάνω από εκατό άνδρες, ενώ παράλληλα ο ίδιος μπορούσε με μια ειδοποίησή του να συγκεντρώσει από τα χωριά μεγάλο αριθμό οπαδών του.
Να τονίσουμε εδώ, ότι στην συνάθροιση των κλεφτών και των αρματολών που πραγματοποιήθηκε στο Καρπενήσι το 1805 δεν πήρε μέρος ο Κατσαντώνης. Μια εκδοχή για τη μη συμμετοχή του στηρίζεται στο γεγονός ότι το μίσος του για τον Αλή δεν του επέτρεψε να κάνει κάποια υποχώρηση απέναντί του και γι' αυτό ερχόταν σε σύγκρουση με τους υπόλοιπους κλέφτες και αρματολούς που κρατούσαν αμφίρροπη στάση σχετικά με το Βεζύρη των Ιωαννίνων. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Σταμέλο, πιθανόν να πήρε μέρος στη συγκέντρωση αυτή ο αδελφός του Λεπενιώτης.
Στο Μάραθο γεννήθηκε το πρώτο παιδί της οικογένειας, ο Αντώνης, ο μετέπειτα γνωστός ως Κατσαντώνης. (Υπάρχουν ορισμένες αντιρρήσεις αν ο Κατσαντώνης γεννήθηκε στο Μάραθο. Μερικοί, όπως ο Κ. Ρωμαίος υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε κοντά στο Βασταβέτσι. Οι περισσότεροι όμως από τους περιηγητές ή ιστοριογράφους, όπως ο Fauriel, ο Pouqueville, ο Emerson, αλλά κυρίως ο γερουσιαστής Ιωάννης Τσιγκόλης, που έγραψε τις σημειώσεις του ακολουθώντας πιστά τη διήγηση του Θεοδοσίου Νικοθέου, γιου του Νικοθέου, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο ήρωάς μας γεννήθηκε στα Άγραφα και μάλιστα στον τόπο εγκατάστασης του πατέρα του, το Μάραθο). Ως προς τη χρονολογία γέννησής του υπάρχουν και εκεί αντικρουόμενες απόψεις. Ο Κασομούλης πάντως, τοποθετεί τη γέννησή του ανάμεσα στο 1770 και στο 1773, ο Φραγγίστας το 1777, ενώ σύμφωνα με τις πληροφορίες που προκύπτουν από τις σημειώσεις του γερουσιαστή Τσιγκόλη το 1775. Η χρονολογία μάλιστα αυτή τείνει να θεωρηθεί ως η πιο πιθανή. Νουνός του Κατσαντώνη ο ίδιος ο Δίπλας και κατ' άλλη εκδοχή (Κ. Ράμφου), ήταν ο Δήμας από το Κόρθι της Ηπείρου, που ήταν τσοπάνος στα αιγοπρόβατα του Αλή πασά.
Για το παρουσιαστικό του Κατσαντώνη οι ιστορικοί συμφωνούν ότι ήταν μετρίου αναστήματος, γεροδεμένος, με "κομψήν οσφύν", ευκίνητος, μαύρο μουστάκι και "αστραπηβόλλους οφθαλμούς", ατρόμητος, σωστό παλικάρι, σύμφωνη δε με το θέμα αυτό είναι και η τοπική παράδοση στ' Άγραφα, αλλά και το ασύγκριτο φυσικό και αγνό περιβάλλον του Αγραφιώτικου χώρου και του σπιτικού του αρχοντόβλαχου Μακρυγιάννη. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, ο Κατσαντώνης ήταν παντρεμένος με την Αγγελική, κόρη μεγαλοκτηνοτρόφου με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Αλέξανδρο. [Αναφορικά δε με την καθιέρωση του ονόματος του Κατσαντώνη, σημειούνται στη συνέχεια οι κυριότερες εκδοχές. Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση η μητέρα του, που άκουγε το θρυλικό κλέφτη Δίπλα να διηγείται στο γιο της, όταν ήταν παιδί, για κλέφτικα λημέρια και την αντρειωμένη κλεφτουριά που μάχονταν τους Τούρκους και που αργότερα έβλεπε το νεαρό γιο της να ονειρεύεται την ελεύθερη ζωή των βουνών, τον παρακαλούσε να μείνει ακόμη λίγο στο χωριό ασφαλής κοντά της, λέγοντας "Κάτσε Αντώνη - Κάτσε Αντώνη", από όπου προήλθε τελικά και το όνομα Κατσαντώνης. Η πιθανή όμως εκδοχή είναι ότι το όνομα Κατσαντώνης προέρχεται από την τούρκικη λέξη "Kaçan" (Κατσάν), που σημαίνει φυγόδικος. Το γράμμα - ç - στην τουρκική προφέρεται τσε. Ο Κατσαντώνης προτού ακολουθήσει την κλέφτικη ζωή είχε καταστεί φυγόδικος (Κατσαν - Αντώνης), γιατί είχε σκοτώσει κάποιον Τούρκο].
Πριν βγει στο κλαρί ήταν βοσκός στο κοπάδι του πατέρα του και είχε γυρίσει όλα τα βουνά των Αγράφων. Στα εικοσιπέντε του χρόνια όμως, δηλ. το 1802, όπως υποστηρίζει ο Φραγγίστας, εγκατέλειψε τον ποιμενικό βίο και έγινε κλέφτης, έπειτα από κάποιο περιστατικό που του συνέβη μ' έναν Τούρκο. Είχε συλληφθεί και εδάρη από ένα μπουλούκμπαση με την κατηγορία της ζωοκλοπής και αφέθηκε ελεύθερος αφού κατέβαλε πολλά λύτρα. Μόλις ο Κατσαντώνης απελευθερώθηκε, σκότωσε τον μπουλούκμπαση και υποχρεώθηκε έτσι, φυγοδικώντας, να στραφεί στην κλέφτικη ζωή. Μαζί με δέκα συγχωριανούς ή συγγενείς του άφησε το Μάραθο και εντάχθηκε στην ομάδα του Δίπλα, που λέγεται κατά την παράδοση ότι ήταν νονός του. Κοντά στο Δίπλα, έχοντας μαζί του και τους Κώστα Λεπενιώτη και Γεώργιο Χασιώτη, αύξησε τους ανθρώπους του και απόκτησε δικό του ασκέρι με 80 περίπου παλικάρια.
Μάχη της Τριφύλλας Κλειτσού: Η πρώτη του σπουδαία νίκη του εναντίον των Τουρκαλβανών έγινε στα μέρη της Τριφύλλας του Κλειτσού, όταν το 1803, κατά το Δημήτρη Σταμέλο, (το 1805 κατά το Φραγγίστα), συνεπλάκη με το δερβέναγα Ιλιάσμπεη και τριακόσιους Αλβανούς τους οποίους έτρεψε σε φυγή, ενώ σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον Ιλιάσμπεη. Θα πρέπει να αναφέρουμε σ' αυτό το σημείο ότι εκείνη την εποχή ο Κατσαντώνης έτρεφε μεγάλο μίσος εναντίον των Τουρκαλβανών, επειδή ο Αλή πασάς είχε διατάξει να συλλάβουν τους γονείς του και να τους μεταφέρουν στα Γιάννενα, όπου τελικά, αφού τους βασάνισε, τους σκότωσε. Ακόμη έπρεπε να αποδείξει ότι ήταν άξιος διάδοχος του Δίπλα αφού ο θρυλικός κλέφτης του παραχώρησε την αρχηγία, αναγνωρίζοντας την παλικαριά και την ανδρειωσύνη του.
Μάχες στις Γούστρες Ξηρόμερου: Γύρω στα 1804 ο Αλή πασάς προσπαθώντας να περιορίσει τη δράση των κλεφτών και να τους υποχρεώσει να "προσκυνήσουν", έστειλε το Γιουσούφ Αράπη, με στρατό για να εκφοβίσει τα χωριά, να σταματήσει την τροφοδοσία των κλεφτών και έτσι να τους αναγκάσει να παραδοθούν. Ο Γιουσούφ Αράπης άρχισε την τρομοκρατία του από την περιοχή του Βάλτου και του Ξηρόμερου. Ο Κατσαντώνης έψαχνε κάποια ευκαιρία για να επιτεθεί. Την ευκαιρία τη βρήκε όταν ο Γιουσούφ Αράπης, διέταξε τον Κουτζουμουσταφάμπεη να συλλάβει τους πιο γνωστούς προκρίτους του Ξηρομέρου. Πράγματι, καθώς ο Κουτζουμουσταφάμπεη οδηγούσε μερικούς προκρίτους στο Γιουσούφ, ο Κατσαντώνης που τον παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς, επιτέθηκε εναντίον του κοντά στην Κατούνα και ύστερα από μια φονική μάχη που κράτησε μια ώρα κατόρθωσε να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους, να σκοτώσει τον Κουτζουμουσταφάμπεη και να τρέψει σε φυγή τους στρατιώτες του.
Η νίκη του Κατσαντώνη προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους υπόδουλους και γέμισε με οργή και φόβο τον Αλή. Σύμφωνα με τον Κασομούλη, ο Κατσαντώνης από όλους τους κλέφτες "επαρουσιάζετο η μεγαλυτέρα μάστιξ κατά των Τουρκαλβανών του Αλή Πασά". Η φήμη του εξαπλώθηκε όχι μόνο στα Άγραφα, το Βάλτο και το Ξηρόμερο αλλά και στη Θεσσαλία, στην περιοχή του Σουλίου, παντού...
Ο "νταϊφάς" του αυξήθηκε, έφθασε σε δύναμη πάνω από εκατό άνδρες, ενώ παράλληλα ο ίδιος μπορούσε με μια ειδοποίησή του να συγκεντρώσει από τα χωριά μεγάλο αριθμό οπαδών του.
Να τονίσουμε εδώ, ότι στην συνάθροιση των κλεφτών και των αρματολών που πραγματοποιήθηκε στο Καρπενήσι το 1805 δεν πήρε μέρος ο Κατσαντώνης. Μια εκδοχή για τη μη συμμετοχή του στηρίζεται στο γεγονός ότι το μίσος του για τον Αλή δεν του επέτρεψε να κάνει κάποια υποχώρηση απέναντί του και γι' αυτό ερχόταν σε σύγκρουση με τους υπόλοιπους κλέφτες και αρματολούς που κρατούσαν αμφίρροπη στάση σχετικά με το Βεζύρη των Ιωαννίνων. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Σταμέλο, πιθανόν να πήρε μέρος στη συγκέντρωση αυτή ο αδελφός του Λεπενιώτης.
Μάχη "στου Π(ου)λιού τη Βρύση": Ένα άλλο λαμπρό κατόρθωμα του θρυλικού, κλέφτη ήταν η νίκη του απέναντι στους στρατιώτες του Χασάν Μπελούση στην τοποθεσία "Του π(ου)λιού η βρύση" κοντά στο Κεράσοβο και όχι μακριά από το μοναστήρι της Τατάρνας, που αποτελούσε το κλειδί ανάμεσα στο Βάλτο και στα Άγραφα, το 1805 ή το 1806. Ο Φραγγίστας μας περιγράφει ότι ο Κατσαντώνης και οι σύντροφοί του βρίσκονταν "Στου Πουλιού τη βρύση" και εκεί αποφάσισε να καλέσει σε μάχη το Χασάν Μπελούση, που είχε καταλύσει στο μοναστήρι της Τατάρνας. Ο Χασάν Μπελούσι θέλοντας να αποδείξει τη γενναιότητά του στον Αλή δέχθηκε την πρόκληση και κατευθύνθηκε προς τη θέση που βρισκόταν ο Κατσαντώνης. Μετά από δίωρη σκληρή μάχη ο Αλβανός και οι στρατιώτες του τράπηκαν σε φυγή και κλείστηκαν σ' ένα μονύδριο της μονής Τατάρνας, που ονομαζόταν "Αμιλιανός" (Αιμιλιανός). Δεν μπόρεσε όμως να τον εκδιώξει ο Κατσαντώνης και αποχώρησε αφήνοντας τους εχθρούς του χαμένους στο φόβο, στην οργή και στη θλίψη για το πάθημά τους. Σκοτώθηκαν γύρω στους 30 Τουρκαλβανοί και μόνο τρεις από τους συντρόφους του Κατσαντώνη. Η ιστορία υποστηρίζει ότι τελικά Χασάν Μπελούσι κατάφερε να ξεφύγει.
Μάχη στο "Μαλατέϊκο Λημέρι" και "Ληστή" Βάλτου: Το σημαντικότερο όμως κατόρθωμα του Κατσαντώνη, που πέρασε βέβαια στο θρύλο και τραγουδήθηκε σε πολλά δημοτικά τραγούδια ήταν ο θάνατος του Βεληγκέκα, του γνωστότερου δερβέναγα του Αλή πασά. Ο Αλή στην προσπάθειά του να περιορίσει τη δράση του Κατσαντώνη αποφάσισε να οργανώσει νέα εκστρατεία εναντίον του και έβαλε επικεφαλής τον πιστό του Βεληγκέκα. (Να σημειώσουμε εδώ ότι σύμφωνα με την παράδοση ο Βεληγκέκας, έπειτα από εντολή του Αλή, συνέλαβε την γυναίκα του Κατσαντώνη Αγγελική και το γιο του Αλέξανδρο με σκοπό να τους μεταφέρει στα Γιάννενα και έτσι να υποχρεωθεί ο ηρωικός κλέφτης να "προσκυνήσει". Ο Γέρο Δήμας που τσοπάνευε τα πρόβατα του Αλή στο Κόρθιο των Τζουμέρκων ειδοποίησε τον Κατσαντώνη.
Οι δύο αντίπαλοι, κατά την εκδοχή του Κ. Ράμφου, συναντήθηκαν κοντά στο "Χάνι Σίμου" και εκεί ο Κατσαντώνης σκότωσε το Βεληγκέκα και απελευθέρωσε τη γυναίκα του και το παιδί του. Αυτή όμως η εκδοχή (για το θάνατο του Βεληγκέκα στο "Χάνι Σίμου"), δεν φαίνεται να είναι αληθινή σύμφωνα με την ιστορική τεκμηρίωση που ακολουθεί: Ο Βεληγκέκας και οι στρατιώτες του αφού διέσχισαν τα χωριά του Βάλτου κατευθύνθηκαν προς το μοναστήρι της Τατάρνας και στη συνέχεια κατέλυσαν στο χωριό Χρύσου, ο δε Βεληγκέκας στο σπίτι του Παπασιόμπρα. Από εκεί ο Βεληγκέκας οδήγησε τους άντρες του προς την τοποθεσία που βρισκόταν ο Κατσαντώνης και η ιδιαίτερα φονική μάχη έγινε στην τοποθεσία του "Προσηλιάκου" (θέση "φειδόσκαλα", σύμφωνα με τις σημειώσεις του Ι. Τσιγκόλη), ανάμεσα στα χωριά Μάραθο και Χρύσου. Κατά τη διάρκεια της μάχης σκοτώθηκε ο Βεληγκέκας άγνωστο από πιο χέρι. Όμως οι διάφορες ιστορικές πηγές καθώς και όλα τα δημοτικά τραγούδια διέσωσαν την πληροφορία ότι το βόλι του Κατσαντώνη ήταν αυτό που προκάλεσε το θάνατό του. Λέγεται ότι οι Τουρκαλβανοί στρατιώτες θάψανε τον αρχηγό τους στην άκρη του διάσελου που είχε γίνει η μάχη και μάλιστα ότι ο Αλή πασάς ανήγειρε μετά το θάνατό του μεγάλο μνημείο στη μνήμη του από άσπρη πελεκητή πέτρα. Η μάχη στου "Προσηλιάκου" και ο θάνατος του Βεληγκέκα συνέβησαν στα 1806 ή 1807Μάχη στο "Γρεβενοδιάσελο" Βουλγάρας: Μετά το θάνατο του Βεληγκέκα και ενώ ο Κατσαντώνης είχε πάει την απόφαση να συμμετάσχει στην μεγάλη συνάθροιση των κλεφταρματωλών στη Λευκάδα, σημειώθηκε ο θάνατος του Δίπλα που όλα αυτά τα χρόνια πολεμούσε στο πλευρό του. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Τσιγκόλη, ο Δίπλας σκοτώθηκε το 1802 σε κάποια μάχη στο Μαστρογιάννη, χωριό ανάμεσα στην Ευρυτανία και στη Θεσσαλία. Η εκδοχή αυτή δεν φαίνεται ακριβής, γιατί από σχετικές ιστορικές πηγές και μάλιστα από τον Φραγγίστα, υποστηρίζεται τεκμηριωμένα ότι ο Δίπλας σκοτώθηκε σε μάχη που έδωσαν οι Κατσαντωναίοι με τον Άγο Μουχουρντάρη στην ειδικότερη της "Βουλγάρας" τοποθεσία "Γρεβενοδιάσελο". Ο Μουχουρντάρης, που θεωρείτο ένας από τους ικανότερους στρατηγούς του Αλή πασά, τους αιφνιδίασε την ώρα που αυτοί διασκέδαζαν ρίχνοντας στο σημάδι. Οι Τουρκαλβανοί έπεσαν επάνω τους, τους περικύκλωσαν και η μάχη πεισματώδης διήρκησε πολλές ώρες. Τελικά, ύστερα από πολλά γιουρούσια, ο Κατσαντώνης διέταξε την ηρωική έξοδο, διέσπασε το φραγμό των χιλίων Τούρκων και προκάλεσε μεγάλη φθορά στο ασκέρι των Τουρκαλβανών. Ο Άγο Μουχουρντάρης άφησε στη Βουλγάρα 189 νεκρούς και 160 λαβωμένους. Σκοτώθηκαν όμως και από τους Κατσαντωναίους 17 άντρες και λαβώθηκαν 30. Ανάμεσα στους σκοτωμένους πρώτος και αλησμόνητος ήταν ο θείος των Κατσαντωναίων Βασίλης Δίπλας, 75 χρόνων, καθώς και δύο Φουρνιώτες, ο Μπίκας και ο Χουλιάρας. Μεταξύ δε των λαβωμένων ήταν και οι Καραϊσκάκης, Λεπενιώτης και Φραγγίστας. Όλα τα παλικάρια πολέμησαν στη μάχη αυτή με απαράμιλλο ηρωισμό μέχρι το δειλινό και βγήκαν νικητές. Και ο Μουχουρντάρης ηττημένος τράβηξε το ίδιο βράδυ για το Καρπενήσι. Ο Παπαστρατής Γκουγκούμης, επέμενε να πάνε 10 - 20 νομάτοι με λιγοστούς χωριάτες να μεταφέρουν τους νεκρούς και να τους χωματίσουν. "Αδελφοί Χριστιανοί και ξακουσμένα παλικάρια, είπε, αϊντέστε να πάμε πίσω στο Γρεβενοδιάσελο να πάρουμε των ηρώων μας τα ευλαβικά σκηνώματα, να τους περιμαζέψουμε όλους αντάμα και να τους θάψουμε κατά πως λένε τα εθίματά μας. Να μην τους φάνε τα όρνια και τα σκυλιά. Είναι κρίμα! Να μείνουν άψαλτοι κι άθαφτοι οι νεκροί μας".
Ξεκίνησε ο Παπαστρατής Γκουγκούμης με δέκα παλικάρια και με δυο χωριάτες με τσαπιά και φτυάρια, πήραν τους σκοτωμένους και τους έθαψαν όλους αντάμα. Ο Παπαγκουγκούμης έψαλλε τη νεκρώσιμη ακολουθία, τα παλικάρια έριξαν μια μπαταριά και ξαναγύρισαν στα λημέρια τους.
Μετά τη μεγάλη αυτή μάχη στο "Γρεβενοδιάσελο", ο Κατσαντώνης ξεκίνησε με κατεύθυνση την Λευκάδα για να πάρει μέρος στη συνέλευση τον Ιούλιο του 1807. Θα πρέπει να αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι ο Αλή πασάς ήθελε να καταλάβει τη Λευκάδα και γι' αυτό το λόγο η Ρωσία είχε στείλει ως έκτακτο επίτροπο της διοίκησης τον Ιωάννη Καποδίστρια το Μάιο του 1807. Ο Καποδίστριας αντιμετώπισε με επιτυχία και τα αμυντικά, αλλά και τα οικονομικά προβλήματα του νησιού, η σπουδαιότερη όμως ενέργειά του εκείνη την εποχή ήταν το γεγονός ότι συγκέντρωσε στο νησί τους γνωστότερους καπετάνιους της Ρούμελης και ότι πέτυχε να τους συνδέσει στενά μεταξύ τους. Ανάμεσα σ' αυτούς που συμμετείχαν στη συνάθροιση ήταν, εκτός από τον Κατσαντώνη, ο Φώτος Τζαβέλας, ο Κίτσος Μπότσαρης, ο Περραιβός, ο Νότης Μπότσαρης, ο Κώστας και ο Γιώργος Στράτος, ο Μήτσος Κοντογιάννης, οι Μπουκουβαλαίοι, ο πελώριος Λεπενιώτης και άλλοι.
Στη συγκέντρωση όλοι οι οπλαρχηγοί άφησαν κατά μέρος τις διχόνοιες και απεδέχθησαν την υπεροχή του Κατσαντώνη που τον ανεγνώρισαν για αρχηγό τους και "ομοθυμαδόν τον ανεκήρυξαν πολέμαρχον και παντός ανδρείου ανδρειότερον". Κατά την διάρκεια του τραπεζιού ο Καποδίστριας έκανε πρόποση υπέρ της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους και οι συμμετέχοντες, αφού έσυραν τα ξίφη τους, ορκίστηκαν να πεθάνουν υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Ο Αλή πασάς πληροφορούμενος τα διαδραματιζόμενα στη Λευκάδα, αντελήφθη ότι του ήταν αδύνατο να την καταλάβει και εγκατέλειψε την επιχείρηση αυτή. Όταν επέστρεψε από τη Λευκάδα ο Κατσαντώνης συνέχισε τον αγώνα του στα Άγραφα και μάλιστα στα ανώτατα μελλοντικά του σχέδια ήταν η συνεργασία του με τους περισσότερους οπλαρχηγούς των Αγράφων, του Βάλτου και του Ξηρόμερου για να επιτεθούν όλοι μαζί εναντίον του Αλή στα Γιάννενα.
Οι δύο αντίπαλοι, κατά την εκδοχή του Κ. Ράμφου, συναντήθηκαν κοντά στο "Χάνι Σίμου" και εκεί ο Κατσαντώνης σκότωσε το Βεληγκέκα και απελευθέρωσε τη γυναίκα του και το παιδί του. Αυτή όμως η εκδοχή (για το θάνατο του Βεληγκέκα στο "Χάνι Σίμου"), δεν φαίνεται να είναι αληθινή σύμφωνα με την ιστορική τεκμηρίωση που ακολουθεί: Ο Βεληγκέκας και οι στρατιώτες του αφού διέσχισαν τα χωριά του Βάλτου κατευθύνθηκαν προς το μοναστήρι της Τατάρνας και στη συνέχεια κατέλυσαν στο χωριό Χρύσου, ο δε Βεληγκέκας στο σπίτι του Παπασιόμπρα. Από εκεί ο Βεληγκέκας οδήγησε τους άντρες του προς την τοποθεσία που βρισκόταν ο Κατσαντώνης και η ιδιαίτερα φονική μάχη έγινε στην τοποθεσία του "Προσηλιάκου" (θέση "φειδόσκαλα", σύμφωνα με τις σημειώσεις του Ι. Τσιγκόλη), ανάμεσα στα χωριά Μάραθο και Χρύσου. Κατά τη διάρκεια της μάχης σκοτώθηκε ο Βεληγκέκας άγνωστο από πιο χέρι. Όμως οι διάφορες ιστορικές πηγές καθώς και όλα τα δημοτικά τραγούδια διέσωσαν την πληροφορία ότι το βόλι του Κατσαντώνη ήταν αυτό που προκάλεσε το θάνατό του. Λέγεται ότι οι Τουρκαλβανοί στρατιώτες θάψανε τον αρχηγό τους στην άκρη του διάσελου που είχε γίνει η μάχη και μάλιστα ότι ο Αλή πασάς ανήγειρε μετά το θάνατό του μεγάλο μνημείο στη μνήμη του από άσπρη πελεκητή πέτρα. Η μάχη στου "Προσηλιάκου" και ο θάνατος του Βεληγκέκα συνέβησαν στα 1806 ή 1807Μάχη στο "Γρεβενοδιάσελο" Βουλγάρας: Μετά το θάνατο του Βεληγκέκα και ενώ ο Κατσαντώνης είχε πάει την απόφαση να συμμετάσχει στην μεγάλη συνάθροιση των κλεφταρματωλών στη Λευκάδα, σημειώθηκε ο θάνατος του Δίπλα που όλα αυτά τα χρόνια πολεμούσε στο πλευρό του. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Τσιγκόλη, ο Δίπλας σκοτώθηκε το 1802 σε κάποια μάχη στο Μαστρογιάννη, χωριό ανάμεσα στην Ευρυτανία και στη Θεσσαλία. Η εκδοχή αυτή δεν φαίνεται ακριβής, γιατί από σχετικές ιστορικές πηγές και μάλιστα από τον Φραγγίστα, υποστηρίζεται τεκμηριωμένα ότι ο Δίπλας σκοτώθηκε σε μάχη που έδωσαν οι Κατσαντωναίοι με τον Άγο Μουχουρντάρη στην ειδικότερη της "Βουλγάρας" τοποθεσία "Γρεβενοδιάσελο". Ο Μουχουρντάρης, που θεωρείτο ένας από τους ικανότερους στρατηγούς του Αλή πασά, τους αιφνιδίασε την ώρα που αυτοί διασκέδαζαν ρίχνοντας στο σημάδι. Οι Τουρκαλβανοί έπεσαν επάνω τους, τους περικύκλωσαν και η μάχη πεισματώδης διήρκησε πολλές ώρες. Τελικά, ύστερα από πολλά γιουρούσια, ο Κατσαντώνης διέταξε την ηρωική έξοδο, διέσπασε το φραγμό των χιλίων Τούρκων και προκάλεσε μεγάλη φθορά στο ασκέρι των Τουρκαλβανών. Ο Άγο Μουχουρντάρης άφησε στη Βουλγάρα 189 νεκρούς και 160 λαβωμένους. Σκοτώθηκαν όμως και από τους Κατσαντωναίους 17 άντρες και λαβώθηκαν 30. Ανάμεσα στους σκοτωμένους πρώτος και αλησμόνητος ήταν ο θείος των Κατσαντωναίων Βασίλης Δίπλας, 75 χρόνων, καθώς και δύο Φουρνιώτες, ο Μπίκας και ο Χουλιάρας. Μεταξύ δε των λαβωμένων ήταν και οι Καραϊσκάκης, Λεπενιώτης και Φραγγίστας. Όλα τα παλικάρια πολέμησαν στη μάχη αυτή με απαράμιλλο ηρωισμό μέχρι το δειλινό και βγήκαν νικητές. Και ο Μουχουρντάρης ηττημένος τράβηξε το ίδιο βράδυ για το Καρπενήσι. Ο Παπαστρατής Γκουγκούμης, επέμενε να πάνε 10 - 20 νομάτοι με λιγοστούς χωριάτες να μεταφέρουν τους νεκρούς και να τους χωματίσουν. "Αδελφοί Χριστιανοί και ξακουσμένα παλικάρια, είπε, αϊντέστε να πάμε πίσω στο Γρεβενοδιάσελο να πάρουμε των ηρώων μας τα ευλαβικά σκηνώματα, να τους περιμαζέψουμε όλους αντάμα και να τους θάψουμε κατά πως λένε τα εθίματά μας. Να μην τους φάνε τα όρνια και τα σκυλιά. Είναι κρίμα! Να μείνουν άψαλτοι κι άθαφτοι οι νεκροί μας".
Ξεκίνησε ο Παπαστρατής Γκουγκούμης με δέκα παλικάρια και με δυο χωριάτες με τσαπιά και φτυάρια, πήραν τους σκοτωμένους και τους έθαψαν όλους αντάμα. Ο Παπαγκουγκούμης έψαλλε τη νεκρώσιμη ακολουθία, τα παλικάρια έριξαν μια μπαταριά και ξαναγύρισαν στα λημέρια τους.
Μετά τη μεγάλη αυτή μάχη στο "Γρεβενοδιάσελο", ο Κατσαντώνης ξεκίνησε με κατεύθυνση την Λευκάδα για να πάρει μέρος στη συνέλευση τον Ιούλιο του 1807. Θα πρέπει να αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι ο Αλή πασάς ήθελε να καταλάβει τη Λευκάδα και γι' αυτό το λόγο η Ρωσία είχε στείλει ως έκτακτο επίτροπο της διοίκησης τον Ιωάννη Καποδίστρια το Μάιο του 1807. Ο Καποδίστριας αντιμετώπισε με επιτυχία και τα αμυντικά, αλλά και τα οικονομικά προβλήματα του νησιού, η σπουδαιότερη όμως ενέργειά του εκείνη την εποχή ήταν το γεγονός ότι συγκέντρωσε στο νησί τους γνωστότερους καπετάνιους της Ρούμελης και ότι πέτυχε να τους συνδέσει στενά μεταξύ τους. Ανάμεσα σ' αυτούς που συμμετείχαν στη συνάθροιση ήταν, εκτός από τον Κατσαντώνη, ο Φώτος Τζαβέλας, ο Κίτσος Μπότσαρης, ο Περραιβός, ο Νότης Μπότσαρης, ο Κώστας και ο Γιώργος Στράτος, ο Μήτσος Κοντογιάννης, οι Μπουκουβαλαίοι, ο πελώριος Λεπενιώτης και άλλοι.
Στη συγκέντρωση όλοι οι οπλαρχηγοί άφησαν κατά μέρος τις διχόνοιες και απεδέχθησαν την υπεροχή του Κατσαντώνη που τον ανεγνώρισαν για αρχηγό τους και "ομοθυμαδόν τον ανεκήρυξαν πολέμαρχον και παντός ανδρείου ανδρειότερον". Κατά την διάρκεια του τραπεζιού ο Καποδίστριας έκανε πρόποση υπέρ της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους και οι συμμετέχοντες, αφού έσυραν τα ξίφη τους, ορκίστηκαν να πεθάνουν υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Ο Αλή πασάς πληροφορούμενος τα διαδραματιζόμενα στη Λευκάδα, αντελήφθη ότι του ήταν αδύνατο να την καταλάβει και εγκατέλειψε την επιχείρηση αυτή. Όταν επέστρεψε από τη Λευκάδα ο Κατσαντώνης συνέχισε τον αγώνα του στα Άγραφα και μάλιστα στα ανώτατα μελλοντικά του σχέδια ήταν η συνεργασία του με τους περισσότερους οπλαρχηγούς των Αγράφων, του Βάλτου και του Ξηρόμερου για να επιτεθούν όλοι μαζί εναντίον του Αλή στα Γιάννενα.
Μάχη "Σπινάσας" (Νεράιδας): Τον Ιανουάριο του 1808 σημειώνεται νέα μάχη με το Χασάν Μπελούση στο χωριό "Σπινάσα" (Νεράιδα) των Αγράφων. Ο Χασάν λόγω του κρύου που επικρατούσε στην περιοχή αποφάσισε να παραμείνει στη "Σπινάσα", στα σπίτια της οποίας είχαν ήδη καταλύσει ο Κατσαντώνης με τους άνδρες του. Μπαίνοντας στο χωριό ο Χασάν έγινε δεκτός με πυροβολισμούς και στη συνέχεια ακολούθησε φοβερή συμπλοκή που διήρκησε περισσότερο από μια ώρα. Τελικά ο Χασάν αναγκάστηκε να υποχωρήσει με βαριές απώλειες και οι άντρες του ετράπησαν σε φυγή.
Εκτός από τις μάχες αυτές που προαναφέρθηκαν, ο Κατσαντώνης έδωκε και άλλες πολλές μάχες ενάντια στους Τουρκαλβανούς. Στην "Κλεισούρα" Αιτωλίας, μαζί με τους Βαρνακιώτη και Μακρή, αφάνισαν την Τουρκική συνοδεία χρηματαποστολής και πήραν πολύ χρυσάφι, ασήμι, υποζύγια και τον οπλισμό της. Το 1807, την άνοιξη, πολέμησε τους Τούρκους στην Άρτα και σε άλλα μέρη. Γι' αυτό και τα τόσα γνωστά δημοτικά τραγούδια με τα οποία ο αγραφιώτικος ιδιαίτερα λαός εξύμνησε τα κατορθώματα του Κατσαντώνη, καθώς και τα ως τα σήμερα τοπωνύμια: "τα ταμπούρια του Κατσαντώνη", "η βρύση του Κατσαντώνη", "τα λημέρια του Κατσαντώνη", "η σπηλιά του Κατσαντώνη" κ.ά. στ' Άγραφα και την ευρύτερη περιοχή.
Επισημαίνεται και είναι στορικά βεβαιωμένο το γεγονός ότι ο Κατσαντώνης δεν αποδέχθηκε αρματολίκια και παρέμεινε "κλεφτοκαπετάνιος απροσκύνητος" κατά τον καιρό της δοξασμένης δράσης του, αλλά κι ακόμα όταν αναπάντεχα πιάστηκε άρρωστος και μαζί με τον αδελφό του Γιώργο Χασιώτη οδηγήθηκε στα Γιάννενα. Επίσης προστίθεται εδώ ότι ο Κατσαντωνέικος "νταϊφάς" αναδείχθηκε και σαν πραγματική σχολή κλέφτικης τακτικής και στρατηγικής. Και "τα παλικάρια του, όσα δεν χάθηκαν στον πόλεμο με τους Αρβανιτάδες και Τούρκους μέχρι τον Εθνικό ξεσηκωμό, πάλεψαν στο Εικοσιένα και κάμποσοι, όπως ο Καραϊσκάκης ανυψώθηκαν σε κορυφαίους της Εθνεγερσίας".
Το καλοκαίρι του 1808 λέγεται ότι ο Κατσαντώνης αρρώστησε και πήγε πάλι στη Λευκάδα για να θεραπευτεί. Όταν βελτιώθηκε η κατάστασή του επέστρεψε ξανά στα Αγραφιώτικα βουνά. Η βελτίωση της υγείας του όμως δεν κράτησε πολύ. Προσβλήθηκε από τύφο ή ευλογιά, που τον εξάντλησε τόσο ώστε παρέδωσε την αρχηγία των αντρών του στον αδελφό του Λεπενιώτη, με δεξί χέρι τον Καραϊσκάκη και αποσύρθηκε προς το χωριό Μοναστηράκι Αγράφων μαζί με τον αδελφό του Γιώργο Χασιώτη και πέντε από τα παλικάρια του για προστασία.
Για ένα μικρό χρονικό διάστημα έμεινε στο μοναστήρι του Αη - Γιάννη στο Παλιοκάτουνο. Αλλά ο Αλή πασάς πληροφορήθηκε την αρρώστια του καθώς και την παραμονή του εκεί και γι' αυτό έστειλε άνδρες του να τον συλλάβουν. Ο Κατσαντώνης με τον αδελφό του και τους άλλους μόλις πρόλαβαν να εγκαταλείψουν το κρησφύγετό τους που είχε αποκαλυφθεί και κατέφυγαν σε μια σπηλιά που πολύ δύσκολα μπορούσε να τη βρει κάποιος. Νερό έφερνε στον άρρωστο ο Χασιώτης, ενώ έμπιστοι άνθρωποι του μετέφεραν φαγητό. Τελικά εκεί στη σπηλιά συνελήφθη έπειτα από σκληρή μάχη που έδωσε ο αδελφός του με τους υπόλοιπους συντρόφους του στην προσπάθειά τους να σπάσουν τον κλοιό και να φυγαδεύσουν τον άρρωστο Κατσαντώνη.
Πώς όμως τον ανακάλυψαν οι Τουρκαλβανοί κρυμμένο σ' αυτή την σπηλιά; Πιθανόν να προδόθηκε από κάποιον από τους ανθρώπους του που του έφερναν την τροφή, ή από τους καλόγερους του μοναστηριού που γνώριζαν το μυστικό, ή ακόμη από μια γριά γυναίκα η οποία πήγε να προφυλαχτεί εκεί λόγω της κακοκαιρίας. Μπορεί πάλι οι διώκτες του να βρήκαν τυχαία τη σπηλιά, μια και γνώριζαν πολύ καλά την περιοχή των Αγράφων. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Θεοδοσίου Νικοθέου, που καταγράφει ο γερουσιαστής Ι. Τσιγκόλης, κοντά στη σπηλιά υπήρχε ένας υδρόμυλος και ο μυλωνάς του, με τ' όνομα Σιούρτος από το χωριό Αγαλιανό, τροφοδοτούσε τον άρρωστο και τους συντρόφους του. ο Σιούρτος πήγε μια ημέρα σπίτι του με δύο καρπούζια και είπε στη γυναίκα του να φυλάξει το ένα για τον καπετάνιο. Ο μικρός του γιος το άκουσε αυτό και όταν δυο Τούρκοι, εισπράκτορες ή χωροφύλακες, που κοιμήθηκαν εκεί, πήγαν να πάρουν το ένα καρπούζι φώναξε "μη, αυτό είναι για τον καπετάνιο". Οι Τούρκοι αντελήφθησαν τα λόγια του μικρού και ανέφεραν το συμβάν στον Άγο Μουχουρντάρη, που συνέλαβε τον Σιούρτο, τον βασάνισε φρικτά μπροστά στη γυναίκα του για να μαρτυρήσει. Αυτή τελικά δεν άντεξε να βλέπει την κατάσταση του άντρα της και αποκάλυψε την τοποθεσία που κρυβόταν ο Κατσαντώνης.
Ο Άγο Μουχουρντάρης περικύκλωσε λοιπόν τα ξημερώματα μαζί με τους άντρες του τη σπηλιά και παρά τον αγώνα του Χασιώτη και των άλλων κατόρθωσε να συλλάβει τους δυο αδελφούς ζωντανούς, ενώ σκότωσε τα πέντε παλικάρια. Η διαταγή του Αλή πασά ήταν να συλληφθούν ζωντανοί ο Κατσαντώνης και Χασιώτης Η προαναφερόμενη όμως εκδοχή του Ι. Τσιγκόλη για τη σύλληψη του Κατσαντώνη, μπορεί να μην είναι σωστή γιατί είναι αντίθετη με την τοπική παράδοση και με όσα γράφτηκαν από όσους ασχολήθηκαν με τούτο το σημαντικό περιστατικό. Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση, το κρησφύγετο του Κατσαντώνη ήταν η σπηλιά απόκρημνης περιοχής του Μοναστηρακίου Αγράφων, την οποία επιδεικνύουν από τα παλιά χρόνια οι κάτοικοί του στους επισκέπτες - ιστορικούς (όπως στον λαογράφο Δημήτρη Λουκόπουλο και άλλους). Οι τουρκαλβανοί του Μουχουρντάρη, ανακάλυψαν το κρησφύγετό του, από την πεθερά κάποιου Γκούρλια από το Παληοκάτουνο Ευρυτανίας, (η οποία τον κατέδωσε σ' αυτούς σαν τροφοδότη του Κατσαντώνη, επειδή την είχε δείρει ο γαμπρός της όταν εκείνη αρνήθηκε να του δώσει προίκα το χωράφι που του είχε υποσχεθεί). Και στη συνέχεια οι Τούρκοι έπιασαν τον Γκούρλια και τη γυναίκα του, οι οποίοι ύστερα από σκληρά βασανιστήρια, αποκάλυψαν τη σπηλιά. [Ακόμη λέγεται ότι ο Γκούρλιας, που ήταν "κοπέλι" στα βακούφια τα γίδια και που πράγματι τροφοδοτούσε τον Κατσαντώνη και τους συντρόφους του, θέλησε μια μέρα να φιλοξενήσει στο σπίτι του μια γριά ζητιάνα από το Κεράσοβο. Όταν ήλθαν στο σπίτι, είδε ο Γκούρλιας τα παιδιά του να θέλουν να κόψουν ένα πεπόνι. Χωρίς να σκεφθεί ότι στο σπίτι του ήταν και ξένος άνθρωπος, είπε στα παιδιά του: "Αφήστε το αυτό, το έχω για τον Αντώνη". Την επομένη η γριά ξεκίνησε για το Κεράσοβο. Στο δρόμο όμως τη συνάντησαν στρατιώτες Τουρκαρβανίτες οι οποίοι με πιέσεις και απειλές την ανάγκασαν να τους πει ότι Γκούρλιας ήξερε που κρυβόταν ο Κατσαντώνης. Τότε συνέλαβαν το Γκούρλια και τον βασάνισαν σκληρά για να μαρτυρήσει. Τελικά όταν τον ετοίμασαν για ανασκολόπιση αναγκάστηκε να αποκαλύψει το κρησφύγετο του Κατσαντώνη. (Από το βιβλίο του Δημ. Λουκόπουλου "Στ' Άγραφα ένα ταξείδι", αφήγηση χωρικού κατά την παράδοση)].
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί σχετικά ότι τον άπιστο και σκληρό Τουρκαλβανό Άγο Μουχουρντάρη εκδικήθηκε για την σύλληψη του θρυλικού Κατσαντώνη ο Σουλιώτης ήρωας Μάρκος Μπότσαρης στη μεγάλη μάχη του Κεφαλόβρυσου Καρπενησίου (1823) κατά την οποία τον σκότωσε ο ίδιος.
Tα δυο αδέλφια οδηγήθηκαν μέσω Καρπενησίου στα Γιάννενα, όπου ο Αλή πασάς ζήτησε από τον Κατσαντώνη να προσκυνήσει αλλά ακόμη να του αποκαλύψει που κρύβει τους θησαυρούς του. Επειδή ο Κατσαντώνης αγέρωχα αρνήθηκε τις προτάσεις του Βεζύρη των Ιωαννίνων, διέταξε να τον σκοτώσουν μαζί με τον αδελφό του, αφού πρώτα τους σπάσανε τα ισχία.
Εκτός από τις μάχες αυτές που προαναφέρθηκαν, ο Κατσαντώνης έδωκε και άλλες πολλές μάχες ενάντια στους Τουρκαλβανούς. Στην "Κλεισούρα" Αιτωλίας, μαζί με τους Βαρνακιώτη και Μακρή, αφάνισαν την Τουρκική συνοδεία χρηματαποστολής και πήραν πολύ χρυσάφι, ασήμι, υποζύγια και τον οπλισμό της. Το 1807, την άνοιξη, πολέμησε τους Τούρκους στην Άρτα και σε άλλα μέρη. Γι' αυτό και τα τόσα γνωστά δημοτικά τραγούδια με τα οποία ο αγραφιώτικος ιδιαίτερα λαός εξύμνησε τα κατορθώματα του Κατσαντώνη, καθώς και τα ως τα σήμερα τοπωνύμια: "τα ταμπούρια του Κατσαντώνη", "η βρύση του Κατσαντώνη", "τα λημέρια του Κατσαντώνη", "η σπηλιά του Κατσαντώνη" κ.ά. στ' Άγραφα και την ευρύτερη περιοχή.
Επισημαίνεται και είναι στορικά βεβαιωμένο το γεγονός ότι ο Κατσαντώνης δεν αποδέχθηκε αρματολίκια και παρέμεινε "κλεφτοκαπετάνιος απροσκύνητος" κατά τον καιρό της δοξασμένης δράσης του, αλλά κι ακόμα όταν αναπάντεχα πιάστηκε άρρωστος και μαζί με τον αδελφό του Γιώργο Χασιώτη οδηγήθηκε στα Γιάννενα. Επίσης προστίθεται εδώ ότι ο Κατσαντωνέικος "νταϊφάς" αναδείχθηκε και σαν πραγματική σχολή κλέφτικης τακτικής και στρατηγικής. Και "τα παλικάρια του, όσα δεν χάθηκαν στον πόλεμο με τους Αρβανιτάδες και Τούρκους μέχρι τον Εθνικό ξεσηκωμό, πάλεψαν στο Εικοσιένα και κάμποσοι, όπως ο Καραϊσκάκης ανυψώθηκαν σε κορυφαίους της Εθνεγερσίας".
Το καλοκαίρι του 1808 λέγεται ότι ο Κατσαντώνης αρρώστησε και πήγε πάλι στη Λευκάδα για να θεραπευτεί. Όταν βελτιώθηκε η κατάστασή του επέστρεψε ξανά στα Αγραφιώτικα βουνά. Η βελτίωση της υγείας του όμως δεν κράτησε πολύ. Προσβλήθηκε από τύφο ή ευλογιά, που τον εξάντλησε τόσο ώστε παρέδωσε την αρχηγία των αντρών του στον αδελφό του Λεπενιώτη, με δεξί χέρι τον Καραϊσκάκη και αποσύρθηκε προς το χωριό Μοναστηράκι Αγράφων μαζί με τον αδελφό του Γιώργο Χασιώτη και πέντε από τα παλικάρια του για προστασία.
Για ένα μικρό χρονικό διάστημα έμεινε στο μοναστήρι του Αη - Γιάννη στο Παλιοκάτουνο. Αλλά ο Αλή πασάς πληροφορήθηκε την αρρώστια του καθώς και την παραμονή του εκεί και γι' αυτό έστειλε άνδρες του να τον συλλάβουν. Ο Κατσαντώνης με τον αδελφό του και τους άλλους μόλις πρόλαβαν να εγκαταλείψουν το κρησφύγετό τους που είχε αποκαλυφθεί και κατέφυγαν σε μια σπηλιά που πολύ δύσκολα μπορούσε να τη βρει κάποιος. Νερό έφερνε στον άρρωστο ο Χασιώτης, ενώ έμπιστοι άνθρωποι του μετέφεραν φαγητό. Τελικά εκεί στη σπηλιά συνελήφθη έπειτα από σκληρή μάχη που έδωσε ο αδελφός του με τους υπόλοιπους συντρόφους του στην προσπάθειά τους να σπάσουν τον κλοιό και να φυγαδεύσουν τον άρρωστο Κατσαντώνη.
Πώς όμως τον ανακάλυψαν οι Τουρκαλβανοί κρυμμένο σ' αυτή την σπηλιά; Πιθανόν να προδόθηκε από κάποιον από τους ανθρώπους του που του έφερναν την τροφή, ή από τους καλόγερους του μοναστηριού που γνώριζαν το μυστικό, ή ακόμη από μια γριά γυναίκα η οποία πήγε να προφυλαχτεί εκεί λόγω της κακοκαιρίας. Μπορεί πάλι οι διώκτες του να βρήκαν τυχαία τη σπηλιά, μια και γνώριζαν πολύ καλά την περιοχή των Αγράφων. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Θεοδοσίου Νικοθέου, που καταγράφει ο γερουσιαστής Ι. Τσιγκόλης, κοντά στη σπηλιά υπήρχε ένας υδρόμυλος και ο μυλωνάς του, με τ' όνομα Σιούρτος από το χωριό Αγαλιανό, τροφοδοτούσε τον άρρωστο και τους συντρόφους του. ο Σιούρτος πήγε μια ημέρα σπίτι του με δύο καρπούζια και είπε στη γυναίκα του να φυλάξει το ένα για τον καπετάνιο. Ο μικρός του γιος το άκουσε αυτό και όταν δυο Τούρκοι, εισπράκτορες ή χωροφύλακες, που κοιμήθηκαν εκεί, πήγαν να πάρουν το ένα καρπούζι φώναξε "μη, αυτό είναι για τον καπετάνιο". Οι Τούρκοι αντελήφθησαν τα λόγια του μικρού και ανέφεραν το συμβάν στον Άγο Μουχουρντάρη, που συνέλαβε τον Σιούρτο, τον βασάνισε φρικτά μπροστά στη γυναίκα του για να μαρτυρήσει. Αυτή τελικά δεν άντεξε να βλέπει την κατάσταση του άντρα της και αποκάλυψε την τοποθεσία που κρυβόταν ο Κατσαντώνης.
Ο Άγο Μουχουρντάρης περικύκλωσε λοιπόν τα ξημερώματα μαζί με τους άντρες του τη σπηλιά και παρά τον αγώνα του Χασιώτη και των άλλων κατόρθωσε να συλλάβει τους δυο αδελφούς ζωντανούς, ενώ σκότωσε τα πέντε παλικάρια. Η διαταγή του Αλή πασά ήταν να συλληφθούν ζωντανοί ο Κατσαντώνης και Χασιώτης Η προαναφερόμενη όμως εκδοχή του Ι. Τσιγκόλη για τη σύλληψη του Κατσαντώνη, μπορεί να μην είναι σωστή γιατί είναι αντίθετη με την τοπική παράδοση και με όσα γράφτηκαν από όσους ασχολήθηκαν με τούτο το σημαντικό περιστατικό. Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση, το κρησφύγετο του Κατσαντώνη ήταν η σπηλιά απόκρημνης περιοχής του Μοναστηρακίου Αγράφων, την οποία επιδεικνύουν από τα παλιά χρόνια οι κάτοικοί του στους επισκέπτες - ιστορικούς (όπως στον λαογράφο Δημήτρη Λουκόπουλο και άλλους). Οι τουρκαλβανοί του Μουχουρντάρη, ανακάλυψαν το κρησφύγετό του, από την πεθερά κάποιου Γκούρλια από το Παληοκάτουνο Ευρυτανίας, (η οποία τον κατέδωσε σ' αυτούς σαν τροφοδότη του Κατσαντώνη, επειδή την είχε δείρει ο γαμπρός της όταν εκείνη αρνήθηκε να του δώσει προίκα το χωράφι που του είχε υποσχεθεί). Και στη συνέχεια οι Τούρκοι έπιασαν τον Γκούρλια και τη γυναίκα του, οι οποίοι ύστερα από σκληρά βασανιστήρια, αποκάλυψαν τη σπηλιά. [Ακόμη λέγεται ότι ο Γκούρλιας, που ήταν "κοπέλι" στα βακούφια τα γίδια και που πράγματι τροφοδοτούσε τον Κατσαντώνη και τους συντρόφους του, θέλησε μια μέρα να φιλοξενήσει στο σπίτι του μια γριά ζητιάνα από το Κεράσοβο. Όταν ήλθαν στο σπίτι, είδε ο Γκούρλιας τα παιδιά του να θέλουν να κόψουν ένα πεπόνι. Χωρίς να σκεφθεί ότι στο σπίτι του ήταν και ξένος άνθρωπος, είπε στα παιδιά του: "Αφήστε το αυτό, το έχω για τον Αντώνη". Την επομένη η γριά ξεκίνησε για το Κεράσοβο. Στο δρόμο όμως τη συνάντησαν στρατιώτες Τουρκαρβανίτες οι οποίοι με πιέσεις και απειλές την ανάγκασαν να τους πει ότι Γκούρλιας ήξερε που κρυβόταν ο Κατσαντώνης. Τότε συνέλαβαν το Γκούρλια και τον βασάνισαν σκληρά για να μαρτυρήσει. Τελικά όταν τον ετοίμασαν για ανασκολόπιση αναγκάστηκε να αποκαλύψει το κρησφύγετο του Κατσαντώνη. (Από το βιβλίο του Δημ. Λουκόπουλου "Στ' Άγραφα ένα ταξείδι", αφήγηση χωρικού κατά την παράδοση)].
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί σχετικά ότι τον άπιστο και σκληρό Τουρκαλβανό Άγο Μουχουρντάρη εκδικήθηκε για την σύλληψη του θρυλικού Κατσαντώνη ο Σουλιώτης ήρωας Μάρκος Μπότσαρης στη μεγάλη μάχη του Κεφαλόβρυσου Καρπενησίου (1823) κατά την οποία τον σκότωσε ο ίδιος.
Tα δυο αδέλφια οδηγήθηκαν μέσω Καρπενησίου στα Γιάννενα, όπου ο Αλή πασάς ζήτησε από τον Κατσαντώνη να προσκυνήσει αλλά ακόμη να του αποκαλύψει που κρύβει τους θησαυρούς του. Επειδή ο Κατσαντώνης αγέρωχα αρνήθηκε τις προτάσεις του Βεζύρη των Ιωαννίνων, διέταξε να τον σκοτώσουν μαζί με τον αδελφό του, αφού πρώτα τους σπάσανε τα ισχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου