ΟΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ

ΟΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ

ΛΑΟΣ ΠΟΥ ΧΑΝΕΙ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ.

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Αναξίμανδρος


Ο Αναξίμανδρος, (610 π.Χ. - 547 π.Χ.) Ήταν ο δεύτερος από τους φυσικούς φιλόσοφους ή φυσιολόγους της Ιωνίας, πολίτης της Μιλήτου, όπως ο Θαλής, του οποίου άλλωστε υπήρξε μαθητής, σύντροφος και διάδοχος στη Σχολή του (Ιωνική Σχολή). Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή και το έργο του. Ο Αιλιανός τον αναφέρει ως αρχηγό της αποικίας της Μιλήτου στην Αμφίπολη. Οι υπολογισμοί του Απολλόδωρου υποδεινύουν ως ημερομηνία γέννησής του το 610 π.Χ. και το θάνατό του λίγο μετά το 547 π.Χ.

Οι πηγές τον αναφέρουν ενίοτε ως επιτυχημένο σπουδαστή της Αστρονομίας και της Γεωγραφίας και πρώιμο υπέρμαχο της ακριβούς επιστήμης. Λέγεται, επίσης, ότι εισήγαγε τη χρήση του γνώμονα στην αρχαία Ελλάδα και ότι κατασκεύασε χάρτη του γνωστού τότε κόσμου.

Ο Αναξίμανδρος, σύμφωνα με τον Ψευδο-Πλούταρχο (Στρωματείς 2), εξήγησε την δημιουργία του κόσμου εκκινώντας από το άπειρο. Από το άπειρο ξεχώρισε μια φλόγα και ο νεφελώδης αέρας. Στον πυρήνα του νεφελώματος συμπυκνώθηκε η Γη, ενώ φλόγα έζωνε τον αέρα. Κατόπιν η πύρινη σφαίρα εξερράγη και διαλύθηκε σε κύκλους τυλιγμένους από νεφελώδη αέρα. Οι κύκλοι απλώθηκαν και σχημάτισαν τα ουράνια σώματα. Σύμφωνα με τον Αέτιο, ο Αναξίμανδρος θεωρεί πως τα άστρα είναι συμπυκνώσεις αερίων και πυρός, που δημιουργήθηκαν από περιδινήσεις.

Στην Αστρονομία, όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο Αναξίμανδρος κατασκεύασε ηλιακά ρολόγια, και όπως αναφέρει ο Πλίνιος, υπολόγισε τη λόξωση της εκλειπτικής.

Ο Αναξίμανδρος αποδίδει μια εικόνα της Γης, σύμφωνα με την οποία η γη είναι κυλινδρική με πλάτος τριπλάσιο από το μήκος και οι άνθρωποι κατοικούν στην επάνω επιφάνειά της. Δε στηρίζεται πουθενά και βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος, απέχοντας ίσα από όλα τα σημεία του, (Ψευδο-Πλούταρχος, Στρωματείς 2).

Τελευταίο στάδιο της κοσμογονίας του φιλόσοφου, όπως παραδίδεται από τον Αριστοτέλη (Μετεωρολογικά 67) είναι η αποξήρανση τμημάτων της Γης υπό την επίδραση του Ήλιου. Ό,τι απέμεινε από αυτή την αρχική αποξήρανση διαμόρφωσε τη θάλασσα. Τούτη η βαθμιαία αποξήρανση είναι τμήμα μιας κυκλικής διαδικασίας που δεν οδηγεί, όμως, στην επαναπορρόφηση της γης από το άπειρο.

Ο Αναξίμανδρος διατύπωσε επίσης και μια πρώιμη εξελικτική θεωρία, βάσει της οποίας η ζωή εμφανίστηκε -μέσω προφανώς της αυτόματης γένεσης εξαιτίας της ηλιακής θερμότητας- στον πηλό ή τη λάσπη. Τα πρώτα πλάσματα που παρουσιάστηκαν ήταν ιχθυόμορφα και τα περιέκλειαν κελύφη. Αποβάλλοντας τα κελύφη τα πλάσματα αυτά προσαρμόστηκαν βαθμιαία στο αέριο περιβάλλον. Ο άνθρωπος εμφανίζεται στο τέλος αυτής της εξελικτικής βαθμίδας, γεγονός που μας οδηγεί στη σκέψη ότι ο φιλόσοφος είδε την γένεση του κόσμου και της ζωής ως μια ενιαία εξελικτική διαδικασία, που δεν απέχει πολύ από τη σύγχρονη εξελικτική θεωρία.

Ο Αναξίμανδρος ακόμη, πίστευε ότι κανένα από τα τέσσερα βασικά στοιχεία δεν υπερτερεί στον Κόσμο σε σχέση με τα άλλα, και πως υπάρχει μια "κοσμική δικαιοσύνη" η οποία εξασφαλίζει την ισορροπία αυτή.

Όπως αναφέρει ο Ιππόλυτος, ο Αναξίμανδρος πίστευε πως ο άνεμος είναι αέρας σε κίνηση, πως οι βροχές προέρχονταν από τους ατμούς της Γης, οι οποίοι δημιουργούνταν από την εξάτμιση των υδάτων λόγω της θερμότητας του Ήλιου. Έλεγε πως όταν ο αέρας φυλακίζεται μέσα σε πυκνά σύννεφα, "σκίζει" τα σύννεφα για να διαφύγει, προκαλώντας έντονο θόρυβο, τη βροντή, ενώ, όταν ο αέρας συγκρούεται με τα σύννεφα, δημιουργούνται οι αστραπές.

Επίκεντρο της φιλοσοφίας του Αναξίμανδρου είναι το άπειρον, ένα άπειρο όμως που πιθανώς προσλαβάνει δύο ερμηνείες:

· άπειρον α+πέρας = χωρίς τέλος

· άπειρον α+περάω =αδιαπέραστο

Σε κάθε περίπτωση φαίνεται πως εννοούσε μια πρωταρχική αιτία δίχως όρια στον χώρο. Το άπειρον είναι απεριόριστο στον χώρο και ποιοτικά ακαθόριστο, καθώς δεν προσδιορίζεται μορφικά ως ένα από τα τέσσερα στοιχεία. Στο άπειρο ο Αναξίμανδρος δεν είδε μόνον την πρωταρχική ύλη και την αρχική κατάσταση του κόσμου αλλά και την αιτία της κοσμικής τάξης. Σε αυτή την πρωταρχική ουσία απέδωσε θεϊκές ιδιότητες, χαρακτηρίζοντας το άπειρο ως αθάνατον, ανώλεθρον και θείον, σύμφωνα με τον Σιμπλίκιο (Εις τα Φυσικά 24,13). Η αδυναμία της ανθρώπινης διάνοιας να καθορίσει το άπειρο ποσοτικά και ποιοτικά το καθιστά απεριόριστη πηγή και κατευθυντήρια δύναμη του κόσμου.

· Περί της Φύσεως, του οποίου επιβιώνει απόσπασμα που αναφέρεται στον Σιμπλίκιο. Βέβαια είναι αμφίβολο αν αυτός ήταν ο πραγματικός τίτλος του έργου, μια και συνηθιζόταν στην αρχαιότητα σε ανάλογα έργα να αποδίδεται ο συγκεκριμένος τίτλος.

· Χάρτης του γνωστού κόσμου (χαμένος)

Ορισμένες από τις ιδέες του Αναξίμανδρου διατηρήθηκαν στην (χαμένη) ιστορία της φιλοσοφίας του Θεόφραστου, οι οποίες μάλιστα αναφέρονται και από ύστερους συγγραφείς.

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ

Ο Δημόκριτος (~460 π.Χ.- 370 π.Χ.) ήταν προσωκρατικός φιλόσοφος, ο οποίος γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης. Ήταν μαθητής του Λεύκιππου. Πίστευε ότι η ύλη αποτελούνταν από αδιάσπαστα, αόρατα στοιχεία, τα άτομα. Επίσης ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι ο Γαλαξίας είναι το φως από μακρινά αστέρια. Ήταν ανάμεσα στους πρώτους που ανέφεραν ότι το σύμπαν έχει και άλλους "κόσμους" και μάλιστα ορισμένους κατοικημένους. Ο Δημόκριτος ξεκαθάριζε ότι το κενό δεν ταυτίζεται με το τίποτα ("μη ον"), είναι δηλαδή κάτι το υπαρκτό.
Ο Δημόκριτος γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης γύρω στα 460 π.Χ από οικογένεια αριστοκρατικής καταγωγής, δημοκρατικών όμως πεποιθήσεων. Τα Άβδηρα, ανατολικά του ποταμού Νέστου στην ακτή της Θράκης, υπήρξαν ιωνική αποικία που ιδρύθηκε το 654 π.Χ. από κατοίκους των μικρασιατικών Κλαζομενών. Ήταν η τρίτη πλουσιότερη πόλη της Αθηναϊκής συμμαχίας -έδινε φόρο 15 τάλαντα- και όφειλε τον πλούτο της στην άφθονη παραγωγή σιτηρών και στο γεγονός ότι αποτελούσε λιμάνι για τη διεξαγωγή του εμπορίου με το εσωτερικό της Θράκης. Στα Άβδηρα ο Ξέρξης ξεκούρασε το στρατό του το 480 π.Χ. κατεβαίνοντας προς τη νότια Ελλάδα. Σύμφωνα, μάλιστα, με μια μαρτυρία αυτός που φιλοξένησε τον Ξέρξη στην πόλη ήταν ο πατέρας του Δημόκριτου, αλλά γενικά η ιστορία αυτή θεωρείται από τους μελετητές ως πλαστή: το ανέκδοτο φαίνεται να προέκυψε από μια γενικότερη προσπάθεια σύνδεσης της ελληνικής φιλοσοφίας με την Ανατολή, αφού σύμφωνα μ' αυτό ο Ξέρξης άφησε στον πατέρα του Δημόκριτου κάποιους Μάγους, οι οποίοι μύησαν το Δημόκριτο στα μυστικά δόγματα της «φιλοσοφίας» τους .

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Δημόκριτος στο Μικρό διάκοσμο, ήταν νέος όταν ο Αναξαγόρας ήταν γέρος. Με βάση αυτό το στοιχείο η ημερομηνία γεννήσεως που παραδίδει ο Απολλόδωρος (80η ολυμπιάδα=460-456 π.Χ.) φαίνεται λογικότερη από άλλες χρονολογίες που μας παραδόθηκαν.
Από τη νεανική του ηλικία ο Δημόκριτος έδειξε την κλίση του προς τη μελέτη και την έρευνα της φύσης. Χαρακτηριστικό είναι το ανέκδοτο που παραδίδει ο Διογένης Λαέρτιος (9, 36) και το οποίο φανερώνει το βαθμό αφοσίωσης του Δημοκρίτου στο στοχασμό: «(Ο Δημήτριος) αναφέρει ότι ήταν τόσο φιλόπονος, ώστε χώρισε ένα δωμάτιο στον κήπο του σπιτιού και κλείστηκε εκεί μέσα. Όταν κάποτε ο πατέρας του οδήγησε ένα βόδι για να το θυσιάσει και το έδεσε σ’ εκείνο το μέρος, ο Δημόκριτος για αρκετή ώρα δεν τον αντιλήφθηκε, έως ότου ο πατέρας του τον σήκωσε με πρόφαση τη θυσία και του ανέφερε τα σχετικά με το βόδι».

Κατά τη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας ανάμεσα στο Δημόκριτο και τα δύο αδέρφια του ο πρώτος, σύμφωνα με μια μαρτυρία, προτίμησε να λάβει το μικρότερο μερίδιο σε χρήματα (100 τάλαντα). Αυτά τα χρήματα τα ξόδεψε ταξιδεύοντας σε όλο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο. Τα ταξίδια του στην Αίγυπτο, την Περσία και τη Βαβυλώνα θεωρούνται σχεδόν σίγουρα, ενώ τα ταξίδια στην Αιθιοπία και την Ινδία είναι λιγότερο βέβαιο ότι πραγματοποιήθηκαν. Όπως αναφέρει και ο ίδιος: «Εγώ, λοιπόν περιπλανήθηκα σε περισσότερους τόπους της γης απ’ τους ανθρώπους της εποχής μου, ερευνώντας τα πιο μακρινά μέρη, και γνώρισα πάρα πολλές χώρες και κλίματα και άκουσα πάρα πολλούς μορφωμένους ανθρώπους, αλλά στη σύνθεση σχημάτων που συνοδεύονται από απόδειξη κανείς ως τώρα δε με ξεπέρασε, ούτε ακόμη και αυτοί από τους Αιγυπτίους που ονομάζονται Αρπεδονάπτες. Μαζί και με την παραμονή μου σ’ αυτούς, έζησα συνολικά οχτώ χρόνια σε ξένη χώρα».Στη διάρκεια αυτών των περιπλανήσεων θα πρέπει σίγουρα να επισκέφτηκε τα μεγάλα πνευματικά κέντρα της Ιωνίας, κυρίως την Έφεσο και τη Μίλητο, όπου θα γνώρισε από κοντά τη φιλοσοφία του Θαλή, του Αναξίμανδρου, του Αναξιμένη και του Ηρακλείτου. Στη Μίλητο ίσως να συνάντησε για πρώτη φορά τον άνθρωπο που έμελλε να σημαδέψει η ζωή του, το Λεύκιππο. Απ’ αυτόν θα πρέπει να διδάχτηκε τη φιλοσοφία του Παρμενίδη, του Εμπεδοκλή, του Πυθαγόρα. Μάλιστα, για τον τελευταίο θα συντάξει ο Δημόκριτος αργότερα ειδική πραγματεία.

Δεν παρέλειψε να επισκεφτεί και το μεγαλύτερο πνευματικό κέντρο της εποχής του, την Αθήνα, φαίνεται όμως ότι η παρουσία του εκεί πέρασε σχετικά απαρατήρητη. Σύμφωνα με μια εκδοχή αυτό αποτελούσε επιλογή του ίδιου του Δημόκριτου, επειδή ένιωθε μεγάλη περιφρόνηση προς τη δόξα. Η επίσκεψη του Δημόκριτου στην Αθήνα ήταν κάτι φυσιολογικό, αφού η πόλη αποτελούσε την πνευματική πρωτεύουσα της Ελλάδας, ενώ και τα Άβδηρα ήταν μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Ίσως, όμως, η εμπόλεμη κατάσταση, στην οποία βρισκόταν τότε η Αθήνα λόγω τουΠελοποννησιακού πολέμου, να οδήγησε το Δημόκριτο στην απόφαση να ιδρύσει τη σχολή του στα Άβδηρα. Πάντως, ο φιλόσοφος σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να περιφρονούσε την Αθήνα, αφού ο ίδιος ήταν δημοκρατικός, ενώ πολλές από τις απαντήσεις που έδωσε σε φιλοσοφικά προβλήματα υποβάλλουν την εντύπωση ότι γνώριζε καλά τη φιλοσοφία του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αντισθένη, του Αρίστιππου και του Αναξαγόρα.
Όταν ο Δημόκριτος επέστρεψε κάποτε στα Άβδηρα, είχε αναλώσει πια όλο το μερίδιό του της πατρικής κληρονομιάς. Τη φροντίδα του και τη συντήρησή του ανέλαβε ο αδελφός του Δάμασος. Ο Δημόκριτος αποδείχτηκε χρήσιμος για τον αδερφό του: σύμφωνα με μια μαρτυρία προέβλεψε επικείμενη νεροποντή και τον συμβούλεψε να μαζέψει την παραγωγή του από τους αγρούς. Όσοι από τους Αβδηρίτες τον πίστεψαν έσωσαν τις περιουσίες τους, οι άλλοι καταστράφηκαν. Το ανέκδοτο αυτό φαίνεται ότι πλάστηκε, για να απαντήσει στις κατηγορίες ότι η μελέτη της φιλοσοφίας είναι άχρηστη σε πρακτικά ζητήματα της ανθρώπινης ζωής. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για την ακόλουθη ιστορία: ο Δημόκριτος προέβλεψε μελλοντική ανατίμηση του λαδιού και αγόρασε όλη την ντόπια ελαιοπαραγωγή πολύ φθηνά. Όταν η ανατίμηση πράγματι έγινε, ο ίδιος απέδωσε τα κέρδη του στους συμπολίτες του, επειδή περιφρονούσε τα πλούτη.

Φαίνεται ότι η εκτίμηση που απολάμβανε ο Δημόκριτος από τους συμπατριώτες του προκάλεσε το φθόνο ορισμένων απ' αυτούς, οι οποίοι σκέφτηκαν να ζητήσουν στην περίπτωση του φιλοσόφου την ενεργοποίηση ενός πατροπαράδοτου νόμου, ο οποίος προέβλεπε την απαγόρευση της ταφής στην πατρίδα όποιου είχε σπαταλήσει την πατρική περιουσία. Ο Δημόκριτος απάντησε διαβάζοντας στους συμπολίτες του το Μέγα διάκοσμο. Το έργο αποτιμήθηκε από τους συμπολίτες του στα 500 τάλαντα, ενώ ορίστηκε να του αφιερωθούν και 20 ανδριάντες από χαλκό. Και η ιστορία αυτή φαίνεται πλαστή, αφού ο Μέγας διάκοσμος πρέπει να είναι έργο του Λεύκιππου. Η δημιουργία της ίσως να αποτελεί και πάλι μια απάντηση στην κατηγορία ότι η μελέτη της φιλοσοφίας είναι άχρηστη: ο Δημόκριτος όχι μόνο δε σπατάλησε την πατρική περιουσία, αλλά την πολλαπλασίασε (από 100 την έκανε 500 τάλαντα), αφού δημιούργησε ένα πολύτιμο φιλοσοφικό έργο.

Στα Άβδηρα ο Δημόκριτος αφοσιώθηκε στη διδασκαλία και τη συγγραφή των έργων του. Η προκοπή του στη σοφία ήταν τέτοια, ώστε αποκλήθηκε Σοφία ή Φιλοσοφία. Ονομάστηκε επίσης Γελασίνος (=ο γελαστός), αφού αντιμετώπιζε τη ζωή πάντα με αισιοδοξία, γαλήνη και καρτερία. Κατά μια εκδοχή ονομάστηκε έτσι, επειδή περιγελούσε τις καθημερινές θλίψεις και ελπίδες που απασχολούσαν τους άλλους ανθρώπους. Το πιθανότερο είναι ο χαρακτηρισμός να προέρχεται από την άποψη του Δημόκριτου ότι η ευθυμία αποτελεί στόχο για τη ζωή του κάθε ανθρώπου.
Σύμφωνα με μια άλλη φανταστική ιστορία ο Δημόκριτος αυτοτυφλώθηκε καίγοντας τα μάτια του με την αντανάκλαση του ήλιου πάνω σε μια χάλκινη ασπίδα. Το κίνητρο που δινόταν γι' αυτήν την πράξη δύσκολα μπορεί να ανταποκρίνεται στις διαθέσεις του ίδιου του φιλοσόφου: ήθελε τάχα να επιδοθεί απερίσπαστος από τη μαγεία της όρασης στο στοχασμό και την ερμηνεία των νόμων της φύσης. Αυτή η περιφρόνηση της αίσθησης φαίνεται ότι έχει ως πηγή της την πλατωνική παράδοση παρά τη γνήσια διδασκαλία του Δημόκριτου. Ο ίδιος ο φιλόσοφος θεωρούσε πολύτιμες τις εντυπώσεις των αισθήσεων ως πρώτη ύλη για την ερμηνεία της φύσης, αρκεί αυτές οι εντυπώσεις να διυλίζονταν από την κριτική ικανότητα του ανθρώπινου νου.

Φαίνεται ότι πέθανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία, αφού κατατασσόταν στους μακροβιότερους Έλληνες στοχαστές. Διάφορες πηγές παραδίδουν ότι έζησε από 90 ως και 109 χρόνια. Δε γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία του θανάτου του, η οποία τοποθετείται συμβατικά στο 370 ή 360 π.Χ. Και για το τέλος του φιλοσόφου υπάρχουν διάφοροι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν απ' αυτούς ήθελε να αυτοκτονήσει, όντας σε βαθιά γεράματα, με αποχή από την τροφή. Επειδή, όμως, ήταν οι ημέρες των Θεσμοφορίων και οι γυναίκες της οικογένειας ήθελαν να τις γιορτάσουν, τον παρακάλεσαν να αναβάλλει το θάνατό του για λίγες μέρες. Διέταξε τότε να του φέρουν κοντά ένα αγγείο με μέλι (ή ζεστά ψωμιά κατά άλλη εκδοχή) και έζησε, ώσπου να περάσουν οι γιορτές, μόνο με τη μυρωδιά του μελιού. Όταν πέρασαν οι μέρες, παραδόθηκε στο θάνατο.

Τα ενδιαφέροντα του Δημόκριτου ήταν εξαιρετικά πλατιά. Ασχολήθηκε σχεδόν με όλους τους τομείς της ανθρώπινης γνώσης: μαθηματικά, μουσική, γεωμετρία, μετεωρολογία, γλωσσολογία, τέχνη του πολέμου, κοσμολογία, αστρονομία, βιολογία, γεωλογία, γεωγραφία, λογική, ηθική, αισθητική, ιστορία, παιδεία, με φανερή αποχή από τη θρησκεία και την πολιτική. Από αυτήν την άποψη υπήρξε κατά κάποιο τρόπο πρόδρομος του Αριστοτέλη, ένας καθολικός νους, ένα πνεύμα εγκυκλοπαιδικό. Μεταγενέστεροι μελετητές του στην αρχαιότητα (ίσως ήδη ο Καλλίμαχος) χώρισαν το έργο του σε δεκατρείς τετραλογίες, ενταγμένες σε πέντε ομάδες έργων: τα ηθικά (δύο τετραλογίες), τα φυσικά (τέσσερις τετραλογίες), τα μαθηματικά (τρεις), τα μουσικά (δύο), τα τεχνικά (δύο). Σ' αυτές τις τετραλογίες πρέπει να προστεθούν εννιά αταξινόμητα έργα και εννιά που φέρουν τον τίτλο Αιτίαι, σύνολο 70 έργα. Κατάλογο των έργων του μας παραδίδει ο Διογένης Λαέρτιος, ενώ κάποιοι επιπλέον τίτλοι σώζονται στη Σούδα, στο Σέξτο και τον Απολλώνιο Δύσκολο.

Από τα αποδιδόμενα στο Δημόκριτο έργα είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Μέγας διάκοσμος ήταν στην πραγματικότητα έργο του Λεύκιππου. Η πληροφορία αυτή προέρχεται από την Περιπατητική Σχολή και μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη, αφού έχει την αφετηρία της στις ειδικές πραγματείες για το Δημόκριτο, που συνέταξαν τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Θεόφραστος. Στον Λεύκιππο αποδίδεται από τον Αέτιο και ένα άλλο έργο, το Περί νου. Δεν έχουμε λόγους να αμφιβάλλουμε γι’ αυτήν την πληροφορία. Το περιεχόμενο του έργου μπορεί να αποτελούσε μια επίθεση κατά της αναξαγόρειας θεωρίας για το Νου που διακοσμεί τα πράγματα.

Αν κρίνουμε από τον αριθμό των έργων του Δημόκριτου, η συγγραφική του δραστηριότητα πρέπει να εκτεινόταν σε μια μεγάλη χρονική περίοδο. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να αποδώσουμε διαφορετικά έργα σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του, αφού κανένα απ’ αυτά τα έργα δε σώθηκε ακέραιο. Ούτε και η δήλωσή του ότι έγραψε το Μικρό διάκοσμο 730 χρόνια μετά την πτώση της Τροίας (απ. Ι) μας βοηθά ιδιαίτερα στη χρονολόγηση του έργου, αφού αγνοούμε πότε τοποθετούσε τον τρωικό πόλεμο ο φιλόσοφος.

Το ύφος του Δημόκριτου επαινούνταν πολύ στην αρχαιότητα και αξιολογούνταν στο ίδιο επίπεδο μ' αυτό του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ήταν ποιητικό, αν και όχι σε στίχο, γοργό και με διαυγή εκφραστικά μέσα, διακρινόταν για τη μορφική του τελειότητα, την εύστοχη χρήση των λέξεων και τη σαφήνεια.

Από τον τεράστιο όγκο των γραπτών του σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα, κυρίως ηθικού περιεχομένου, τα οποία ανευρίσκονται σε μεταγενέστερους συγγραφείς ως παραθέματα ή παραφράσεις. Κύριες πηγές μας για τη φιλοσοφία του είναι ο Αριστοτέλης, ο Θεόφραστος, ο Σέξτος ο Εμπειρικός, ο Αλέξανδρος από την Αφροδισιάδα, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος, ο Σιμπλίκιος. Οι ερμηνείες της φιλοσοφίας του Δημόκριτου, οι οποίες δίνονται απ' αυτούς τους συγγραφείς, αποτελούν οδηγό και για τη σύγχρονη έρευνα. Η τελευταία πρέπει πάντα να είναι προσεκτική κυρίως στην περίπτωση του Αριστοτέλη (και των σχολιαστών του), αφού ο τελευταίος έχει την τάση να παρουσιάζει τις απόψεις των προγενεστέρων του φιλοσόφων μέσα από το πρίσμα της δικής του τελολογικής φιλοσοφίας.

Πολλοί προσπάθησαν να εξηγήσουν το λόγο, για τον οποίο χάθηκαν τα έργα του Δημόκριτου. Άλλοι απέδωσαν την απώλεια στην τύχη, άλλοι στους Επικούρειους, οι οποίοι θα ωφελούνταν από την απώλεια του έργου του Δημόκριτου, καθώς μ’ αυτόν τον τρόπο δε θα ήταν πια φανερή η έλλειψη πρωτοτυπίας της θεωρίας τους. Άλλοι θεώρησαν την απώλεια συνέπεια της κακής φήμης που είχε ο Δημόκριτος ως πρόδρομος των Επικουρείων. Η τρίτη εκδοχή φαίνεται πλησιέστερη στην αλήθεια, αφού ως γνωστόν χάθηκε και το έργο των ίδιων των Επικουρείων.

Άβδηρα


Τα Άβδηρα είναι κωμόπολη του Νομού Ξάνθης της Θράκης στον Νέστο ποταμό. Υπήρξε πατρίδα του φιλόσοφου Δημόκριτου και του σοφιστή Πρωταγόρα, πηγές αναφέρουν ότι τα Άβδηρα ήταν πατρίδα του Λεύκιππου. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει τα Άβδηρα ως Άβδηρον ενώ στη Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου απαντάται και ως (θηλ.) η Άβδηρα

Σύμφωνα με τη μυθολογία, η πόλη ιδρύθηκε από τον Ηρακλή, για να τιμηθεί η μνήμη του συντρόφου του Άβδηρου, ο οποίος κατασπαράχθηκε από τα άλογα του Διομήδη. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, όμως, πρώτος οικιστής υπήρξε ο Κλαζομένιος Τιμήσιος κατά το 654 π.Χ.Η πρώτη αυτή αποικία δεν ευδοκίμησε. Τα Άβδηρα το 545 π.Χ.. ιδρύθηκαν ξανά από τους κατοίκους της ιωνικής Τέω, που έφυγαν από την πατρίδα τους για να αποφύγουν την Περσική υποδούλωση. Οι Τήιοι στην νέα τους πατρίδα έκοψαν νομίσματα, όμοια με εκείνα της Τέω, που έφεραν ως εμπροσθότυπο κεφαλή του Απόλλωνα και στον οπισθότυπο γρύπα.

Καθοριστική για την πορεία της πόλης υπήρξε η παρουσία των Περσών, που άρχισε να γίνεται αισθητή στη Θράκη από το 512 π.Χ. Όταν το 491 π.Χ. ο Μαρδόνιος κυρίευσε τις ελληνικές πόλεις της περιοχής και υπέταξε μερικά από τα θρακικά φύλα, το λιμάνι των Αβδήρων χρησίμευσε ως ορμητήριο των Περσών. Το 480 π.Χ. η πόλη φιλοξένησε τον Ξέρξη και το στρατό του, ενώ το 479 π.Χ. ο βασιλιάς των Περσών φιλοξενήθηκε για μια ακόμη φορά, όταν ηττημένος αποχωρούσε από την νότια Ελλάδα. Ένα χρυσό ξίφος και μια χρυσοποίκιλτη τιάρα ήταν τα δώρα που χάρισε τότε ο Ξέρξης στα Άβδηρα.

Μετά τους Περσικούς πολέμους, τα Άβδηρα γνώρισαν μια μακρά ειρηνική περίοδο μεγάλης οικονομικής και πολιτιστικής ακμής. Έγιναν μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας πληρώνοντας πολύ υψηλό φόρο, ενώ στενές ήταν και οι σχέσεις τους με το ανεξάρτητο θρακικό βασίλειο των Οδρυσών. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος όμως αποδυνάμωσε την πόλη, καθώς επέφερε στάσεις, συγκρούσεις και ανακατατάξεις των συμμαχιών.

Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το πλήγμα που δέχθηκαν τα Άβδηρα το 376 π.Χ. από την εισβολή 30.000 Τριβαλλών, ενός θρακικού φύλου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό των κατοίκων τους. Η πόλη σώθηκε με την επέμβαση του Αθηναίου στρατηγού Χαβρία. Τον επόμενο χρόνο, με τη δύναμή της σημαντικά μειωμένη, αναγκάστηκε να γίνει μέλος της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας και παρέμεινε στη σφαίρα επιρροής των Αθηνών μέχρι το 356 π.Χ. Τη χρονιά εκείνη ο Φίλιππος Β΄ κυρίευσε τα Άβδηρα μαζί με άλλες πόλεις των θρακικών παραλίων.

Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την κατάτμηση του βασιλείου του, τα Άβδηρα γνώρισαν διαδοχικά την κυριαρχία των Μακεδόνων, των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων. Το 170 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Ορτένσιος, με τη βοήθεια των στρατευμάτων του βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β΄, καταλαμβάνει την πόλη, σκοτώνει και εξανδραποδίζει τους κατοίκους της. Η κατάληψη έγινε μετά την προδοσία του Αβδηρίτη Πύθωνος, που υπεράσπιζε το πιο σημαντικό τμήμα των τειχών. Αργότερα οι Αβδηρίτες δικαιώθηκαν από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο.

Στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. οι συγκρούσεις μεταξύ των Μακεδόνων και των Ρωμαίων οδήγησαν στην επικράτηση των Ρωμαίων, οι οποίοι το 167 π.Χ. επέβαλαν την κυριαρχία τους στη Μακεδονία και τη Θράκη. Τα Άβδηρα διατήρησαν τότε το καθεστώς της "ελεύθερης πόλης", η εποχή της ακμής τους όμως είχε πλέον περάσει. Η κατασκευή της νέας βασικής οδικής αρτηρίας, της "Εγνατίας οδού", επιτάχυνε το μαρασμό. Οι πλημμύρες του Νέστου και τα έλη που δημιουργήθηκαν και δεν αποξηράνθηκαν προξένησαν στην πόλη ανυπέρβλητα προβλήματα. Έτσι μετατράπηκαν σταδιακά σε μια μικρή και ασήμαντη πολίχνη των Ρωμαϊκών Χρόνων.

Στο τέλος των αρχαίων χρόνων η πόλη περιορίστηκε στο λόφο της αρχαίας ακρόπολης. Τον 6ο αι. μ.Χ. μετονομάστηκε σε Πολύστυλο εξαιτίας των πολλών στύλων (αρχαίων κιόνων) που διακρίνονταν ανάμεσα στα ερείπια της αρχαίας πόλης. Κατά τη βυζαντινή περίοδο υπήρξε έδρα Επισκοπής. Την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λίγο πριν τις αρχές του 18ου αι., μεταφέρθηκε βορειότερα, στη θέση Παλιόχωρα. Με τη μεταφορά στη νέα θέση υπερίσχυσε το τοπωνύμιο Μπουλούστρα, παραφθορά της ονομασίας "Πολύστυλον".

ΑΜΜΩΝΑΣ ή Άμμων Ρε (ή Ρα)



Σύμφωνα με την αιγυπτιακή μυθολογία, ο θεός Ρα ήταν ο δημιουργός των θεών, των ανθρώπων, του κόσμου. Έμβλημά του ήταν ο ήλιος, το... σύμβολο της ζωής, του φωτός, της γονιμότητας. Έδρα της λατρείας υπήρξε η πόλη Αννού, ή όπως οι αρχαίοι έλληνες την αποκαλούσαν, η Ηλιούπολη, δηλαδή το σημερινό βορινό προάστιο του Καΐρου, Ματάρια. Ας δούμε όμως, αρχικά, πως παριστάνεται ο θεός αυτός στα αρχαιολογικά ευρήματα. Λίγο -πολύ γνωρίζουμε όλοι μας την τάση των αρχαίων Αιγυπτίων να αποδίδουν στους θεούς τους ζωώδη χαρακτηριστικά. Έτσι, λοιπόν, ο θεός αυτός, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Παριστάνεται συνήθως ως άνδρας με κεφαλή ιέρακος. Στο δεξί του τεταμένο-κατά το μήκος του σώματος-χέρι, κρατά το σταυρόσχημο σύμβολο της ζωής(ανγχ). Στο αριστερό του χέρι, αντίθετα, το προτεταμένο, κρατά την ράβδο ή το σκήπτρο της εξουσίας(ουξέρ) ενώ στο κεφάλι του φέρει τον ηλιακό δίσκο με τον ουραίο όφη. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι των λάτρευαν με την μορφή οβελίσκου, όπως δηλαδή λατρεύονταν και πολλές άλλες αρχαίες αιγυπτιακές και αρχαίες ελληνικές θεότητες. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο ναός του ηλίου στην Ηλιούπολη ήταν το ανάκτορο του θεού και το κέντρο της λατρείας του. Θα επιχειρήσουμε τώρα κάτι ακόμη πιο τολμηρό.  Για χιλιάδες χρόνια, ως και σήμερα, όταν οι Αιγύπτιοι θέλουν να πουν "φαίνεται"ή "διακρίνεται" ή "βλέπω" χρησιμοποιούν τη ρίζα "ρα". Η προφορά "ραα" στα αιγυπτιακά σημαίνει "φαίνεται" ενώ το ρήμα "αραου" σημαίνει "βλέπω". "Αουρ", πάλι στα αραβικά, σημαίνει βουνό. Ο παραπάνω συλλογισμός σίγουρα μας θυμίζει το αρχαιοελληνικό ρήμα "οράω", που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα, δηλαδή "βλέπω". Μας θυμίζει επίσης το αρχαιοελληνικό " όρος". Το όρος, δηλαδή το βουνό. Σημείο σε μεγάλο υψόμετρο, από το οποίο μπορούμε να έχουμε ορατότητα. Σημείο που τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στην αρχαία Αίγυπτο, αποτελούσε κατοικία θεών. Το "όρος" είναι φυσικό "όριο". Δηλαδή ορίζει, καθορίζει, περιορίζει μία περιοχή. Μία πολύ γνωστή μας ονομασία πόλεως, η Ιερουσαλήμ, στα αραβικά προφέρεται και γράφεται με την αραβική γραφή "αουρουσαλίμ" και περιλαμβάνει, ως πρώτο συνθετικό της, τη ρίζα "ρα", (αουρ)μεταφραζόμενη ως " το όρος", και δεύτερο συνθετικό, το "σαλίμ" ή "σαλάμ" που σημαίνει "ειρήνη".(Έχετε ακούσει το αραβικό " σαλάμ αλαίκομ"; Σημαίνει "ειρήνη σε εσάς"). Συνεπώς, η ονομασία της πόλεως σημαίνει στην ελληνική " το όρος της ειρήνης".


Πιθανότατα αυτοί οι γλωσσολογικοί συνειρμοί δεν είναι καθόλου τυχαίοι. Ο ήλιος-Ρα ατένιζε από ψηλά τα πάντα, κάθε φορά που πρόβαλε στο ουράνιο στερέωμα. Είχε την παντοκρατορία και τον έλεγχο όλου του κόσμου, όπως οι δικοί μας θεοί του Ολύμπου. Τίποτε δεν μένει κρυφό από τον Ρα. "Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον", έλεγαν οι αρχαίοι έλληνες. Πράγματι, καμία καλοσύνη και καμία αμαρτία δεν μπορούσε να μείνει απαρατήρητη από τον ήλιο. Έτσι, ο ήλιος και το ηλιακό φως θεοποιήθηκε λίγο -πολύ σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς. Θυμηθείτε τον Οιδίποδα. Τυφλώθηκε για να μην αντικρίζει το φως του ήλιου. Και πράγματι, όσοι είχαν διαπράξει μίασμα στην αρχαία ελληνική παράδοση, δηλαδή κάποιο σοβαρό αμάρτημα που απαιτούσε θεϊκή τιμωρία, δεν έπρεπε να βγουν στο φως του ήλιου.

Ο Ρα της Αιγύπτου ήταν ο πρώτος βασιλιάς και ο δημιουργός των πάντων. Πιθανότατα στην Ηλιούπολη, τα λατρευτικά χαρακτηριστικά του αναμείχθηκαν με τα αντίστοιχα του Όσιρη. Από τότε, τα διακοσμητικά πλαίσια, τα οποία αποτελούν τον παραδοσιακό τρόπο για να γράφονται σε αυτά οι τίτλοι των Φαραώ, περιείχαν τον ανάλογο τίτλο που έδειχνε ότι ο βασιλιάς ήταν ο γιος του Ρα. Συχνά, επίσης, ο θεός αυτός ταυτίζεται με τον θεό Ώρο. Όταν ένας Φαραώ πέθαινε, γινόταν ένα με τον Όσιρη ή τον Ρα. Είναι φανερό, συνεπώς, ότι η μυθολογία του Όσιρη και του Ρα έχουν κοινά στοιχεία. Απόδειξη για τον παραπάνω συλλογισμό αποτελεί το εξής κείμενο, σε μετάφραση από τις αρχαίες αιγυπτιακές γραφές: "Ο Φαραώ Τούθμωσης ο Γ' (βασίλεψε περίπου 1479-1425 π.Χ.) ανέβηκε στα ουράνια, ενώθηκε με τον ηλιακό δίσκο. Το σώμα του θεού ενώθηκε με τον απόγονό του. Μόλις χάραξε η άλλη μέρα ο ηλιακός δίσκος φεγγοβόλησε, ο ουρανός αστραποβόλησε, ο Φαραώ Αμενχοτέπ Β' ανέβηκε στον θρόνο του πατέρα του."

Η πιο αρχαία μορφή του αιγυπτιακού μύθου της δημιουργίας, παρουσιάζει τον θεό-ήλιο Ρα, να κάθεται επάνω σε έναν πανάρχαιο λόφο, (συσχετίστε τον λόφο με την γλωσσολογική ανάλυση που προηγήθηκε)και να δημιουργεί τους θεούς, οι οποίοι αποτελούν την ακολουθία του. Ο ίδιος όμως θεός, κατά μίαν άλλη παράδοση, εικονίζεται ότι αναδύεται από τον Νουν, δηλαδή τον αρχέγονο ωκεανό. Ο Ρα, αφού αναδύθηκε από τον ωκεανό, έβαλε σε τάξη τα στοιχεία του χάους, που παρουσιάζονται στα κείμενα ως θεοί με συγκεκριμένες ιδιότητες.

Μία άλλη, πρώιμη μορφή του μύθου, σύμφωνα με τα βιβλία των Πυραμίδων, παριστάνει τον Ρα να αυτογονιμοποιείται και να γεννά τον Σου και την Τεφνέτ, τον αέρα και την υγρασία. Από την ένωση αυτή του ζευγαριού, προκύπτουν ο Γκρέμπ και η Νούτ, ο θεός-γη και η θεά-ουρανός. Άλλος ένας μύθος μας μιλάει για τα γεράματα του Ρα. Συσχετίζεται, θα μπορούσαμε να πούμε, με την καταστροφή του ανθρώπινου γένους, και ίσως με τον γνωστό μας κατακλυσμό. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Ρα γέρασε πολύ και κατάλαβε ότι έχανε την εξουσία του πάνω στους άλλους θεούς και τους ανθρώπους. Σύμφωνα με τις γραφές, τα οστά του κατάντησαν πια αργυρά, η σάρκα του χρυσή και η κώμη του από κυανόλιθο. Κάλεσε, λοιπόν, τους θεούς σε οικογενειακό συμβούλιο, στον ναό του στην Ηλιούπολη, και τους ανακοίνωσε ότι το ανθρώπινο γένος συνωμοτεί εναντίον του. Τότε, ο σοφός θεός και πατέρας του, Νουν, συμβούλεψε τον Ρα να στείλει τον Οφθαλμό του, με την μορφή της θεάς Αθήρ, ενάντια στις ανθρώπινες κοινωνίες.(Στο σημείο αυτό συσχετίστε τον "οφθαλμό" του Ρα με την γλωσσολογική ρίζα "ρα-άραου" που προαναφέρθηκε). Η αθήρ άρχισε το μακελειό και ήταν απίστευτα αιμοδιψής. Όμως ο Ρα δεν επιθυμούσε την καταστροφή όλης της ανθρωπότητας. Επινόησε λοιπόν ένα σχέδιο. Έφτιαξε επτά χιλιάδες πιθάρια με κρίθινη μπύρα, βαμμένη με κόκκινη ώχρα ώστε να μοιάζει με αίμα. Η μπύρα πλημμύρισε τους αγρούς, ώστε την είδε η Αθήρ κι ενθουσιάστηκε. Άρχισε να πίνει την μπύρα και να μεθά, ώστε ξέχασε την οργή της ενάντια στην ανθρωπότητα. Έπειτα από το περιστατικό αυτό, ο θεός Ρα αποχώρησε από τα επίγεια, πάνω σε μία τεράστια ουράνια αγελάδα, η οποία ήταν η θεά Νουίτ, που μεταμορφώθηκε για χάρη του και τον μετέφερε στα ψηλότερα σημεία του ουρανού.

Έπειτα από αυτό το μακελειό, ο Ρα συγχωρεί τους ανθρώπους με έναν όρο: να τελούν στο εξής θυσίες ζώων και όχι ανθρωποθυσίες. Αφήνει πίσω του, ως αντικαταστάτη του, τον θεό Ντούθ, θεό της Φρονήσεως. Ένας άλλος μύθος μας κάνει λόγο για την εξόντωση του Απόφεως, του μεγάλου εχθρού του Ρα. Ο Άποφις είχε τη μορφή φιδιού και, για την εξόντωσή του, πάντα με εντολή του Ρα, εργάστηκαν με οργή όλοι οι θεοί-τέκνα του. Ο αιγυπτιακός πάπυρος αναφέρει: "…γιατί αυτοί (οι θεοί) είχαν πάρει από εμένα (τον Ρα) τη διαταγή να καταστρέψουν τους εχθρούς μου με την ενεργό δύναμη του λόγου τους και έξω απέστειλα αυτούς που γεννήθηκαν από το σώμα μου, για να συντρίψουν τον κακό αυτό εχθρό μου ( δηλαδή τον Άποφι…)"

Ένας άλλος ηλιακός μύθος κάνει αναφορά στο μυστικό όνομα του Ρα. Η γνώση και προφορά του ονόματος αυτού συνδεόταν με μαγικές ιδιότητες. Για τον λόγο αυτό, ο Ρα θέλησε να κρατήσει κρυφό το θεϊκό του όνομα. Στην καρδιά της Ίσιδος, όμως, φώλιασε η επιθυμία να μάθει το όνομα αυτό, ώστε να κερδίσει ένα μέρος από τη δύναμή του και να το χρησιμοποιεί στα μαγικά της ξόρκια.. Γι' αυτό, δημιούργησε ένα φίδι που το τοποθέτησε στον δρόμο από τον οποίο θα περνούσε ο Ρα, ώστε να τον δαγκώσει με το δηλητήριό του. Πράγματι, ο Ρα σύντομα χτυπιόταν από τους πόνους. Το δάγκωμα τον σούβλιζε και τον έκαιγε. Από τις φωνές του Ρα συναθροίζονται οι θεοί, μαζί και η Ίσις. Τότε ο θεός-ήλιος παρακάλεσε την Ίσιδα να τον λυτρώσει από τους πόνους. Αυτή, σαν αντάλλαγμα, του ζήτησε να της αποκαλύψει το μυστικό, μαγικό του όνομα. Τότε ο θεός ξεφώνησε μέσα από τις κραυγές του πόνου του:"είμαι ο Χέφρι το πρωί, ο Ρα το μεσημέρι και ο Άτον το απόγευμα". Η Ίσιδα όμως δεν ήταν ικανοποιημένη από την απάντηση του Ρα. Τελικά συμφωνήθηκε να μάθει μόνο ο θεός Ώρος το μυστικό όνομα, ώστε να συμπληρώσει τη φράση στο μαγικό ξόρκι που θα έλεγε η Ίσιδα για την θεραπεία, και έτσι ο Ρα να θεραπευτεί. Το πρωτότυπο, μάλιστα, κείμενο του μύθου, σωσμένο σε πάπυρο, τελειώνει με οδηγίες, για το πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται τα μαγικά λόγια της Ίσιδος, ώστε να θεραπεύεται κανείς από ένα δάγκωμα φιδιού.

Τέλος, ένας άλλος μύθος ορίζει τον αναπληρωτή του Ρα, τον Θωτ. Ο Θωτ παρουσιάζεται μπροστά στον Ρα, και ο τελευταίος του ανακοινώνει ότι τον έχει επιλέξει ως αναπληρωτή του. Του λέει: "Όπως βλέπεις, εγώ είμαι εδώ στον ουρανό. Στη θέση που μου πρέπει. Εσύ όμως , επιθυμώ να είσαι ο αναπληρωτής μου στον Κάτω Κόσμο και στα σκοτάδια, και να λάμπεις εκεί, επιτηρώντας την τάξη των κατοίκων της περιοχής, ώστε να μην τους ξεσηκώσει ο Άποφις εναντίον μου. Εσύ θα σταθείς στο πόδι μου, θα είσαι ο αναπληρωτής μου. Και θα ονομαστείς Θωτ, ο αναπληρωτής του Ρα." Ο τελευταίος μύθος ίσως εξηγεί γιατί η σελήνη φωτίζει τη νύχτα. Ο Θωτ βασιλεύει στο σκοτάδι, σαν θεός-φεγγάρι, όταν ο θεός-ήλιος Ρα, δύει στο ουράνιο στερέωμα. Μετά από αυτή τη σύντομη αναφορά μας στον θεό Ρα, παρατηρούμε ότι κάποιοι μύθοι των περιοχών της ανατολικής μεσογείου, διαιωνίζονται μέσα στον χρόνο, φτάνοντας ακόμη και στις μέρες μας, μέσω των διάφορων προφορικών και γραπτών παραδόσεων. Παρόμοιους μύθους με αυτούς που συνοδεύουν τον Ρα, συναντάμε και στην αρχαία Μεσοποταμία, στην ουγκαριτική μυθολογία, στην μυθολογία της Βαβυλώνας, των Χετταίων, της Σουμερίας, της Ακκάδ, … ως και την χριστιανική παράδοση…

ΛΑΤΡΕΙΑ


Η κατά την ακμή των Θηβών επιβολή του Ρα ως υπέρτατου θεού της Αιγύπτου υπήρξε η αιτία να αναθεωρηθεί η περί αυτού θεολογική αντίληψη. Τα αρχαία κείμενα ερμηνεύτηκαν κατά σύμφωνο τρόπο προς την λατρεία του Άμμωνα και πανταχού αλλοιώθηκαν προς έξαρση της απολύτου αυτού υπεροχής. Ολόκληρο το παλιό θρησκευτικό σύστημα προσαρμόσθηκε ασυναίσθητα με τις νέες ιδέες και την νέα κοσμολογία και θεογονία διαπλάσηκε παριστάνοντας τον μοναδικό θεό δημιουργό. Ο Άμμων Ρα είναι πλέον αυτός ο ήλιος και όχι η ψυχή του ήλιου.

ΛΑΤΡΕΙΑ ΕΚΤΟΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ

Διαδόθηκε τάχιστα ως τις γειτονικές χώρες π.χ. εις την Συρία , Καρχηδόνα, Β. Αφρική, Μάλτα, Σικελία, Σαρδηνία ως ελ Χαμμάν, «υπηρέτης του Θεού». Παρά τις ερμηνείες δεν εξηγήθηκε πλήρως αυτή η θεότητα αλλά πιθανότερα είναι η θεότητα του «Κυρίου των Κιόνων» δηλαδή που ενσαρκώνεται εντός ιερού λίθου και λατρεύονταν υπό μορφή κίονος ως ο «Βαίτυλος». Από όταν όμως ο Μ. Αλέξανδρος άρχισε να τιμάται ως υιός του Αιγυπτιακού Διός Άμμωνος συγχωνεύθηκε και ο φοινικικός Άμμωνας προς τον Αιγυπτιακό και προς τον θεοποιηθέντα Μ. Αλέξανδρο γι’ αυτό αναγράφονταν ελληνιστί «Χνούβει τε και Άμμωνος». Κατά τους μεταγενέστερους Εθνικούς χρόνους εξήρθη ο Άμμων αυτός ως υψίστη θεότητα του ουρανού και γι’ αυτό μεταφράζεται από τους Ρωμαίους ως Σατούρνος δηλαδή Κρόνος.


ΧΡΗΣΜΟΙ

Οι χρησμοί του Άμμωνα δίνονταν όχι με λόγια αλλά με σημεία σε χώρο όπου υπήρχε πηγή «Η κρήνη του Ήλιου» που είχε περίεργες ιδιότητες και τις οποίες διατηρεί έως σήμερα όπως επιβεβαίωσαν οι περιηγητές δηλαδή το νερό το πρωί ήταν χλιαρό, το μεσημέρι ψυχραίνονταν και το βράδυ ζεσταίνονταν + 2 βαθμούς. Πάνω λοιπόν στα νερά αυτά τοποθετούταν ένα καράβι πάνω στο οποίο υπήρχε το άγαλμα του Θεού Άμμωνα. Ανάλογα με τις κινήσεις του καραβιού, «από τον θεό», δίδονταν και οι κατάλληλοι χρησμοί.




pnevma.gr
e-telescope.gr
http://strange-omniverse.blogspot.com 

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Αρχαία Μαρώνεια

Η Μαρώνεια ήταν αρχαία πόλη της Θράκης, χτισμένη στην περιοχή του σημερινού νομού Ροδόπης, κοντά στις ακτές του Αιγαίου. Βρισκόταν κοντά στην θέση της Ομηρικής θρακικής πόλης Ίσμαρος.
Η πόλη ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ από Χίους αποικιστές. Η παράδοση μεταφέρει την ίδρυση της πόλης παλαιότερα, θεωρώντας ιδρυτή της τον ιερέα Μάρωνα ο οποίος αναφέρεται στην Οδύσσεια του Ομήρου. Η πόλη εξελίχθηκε σε ισχυρή τοπική δύναμη. Το τείχος της ξεπερνούσε σε περίμετρο τα 10 χιλιόμετρα γεγονός που φανερώνει πως ήταν πολυάνθρωπη. Τον 5ο αιώνα η πόλη εντάχθηκε στην Αθηναϊκή συμμαχία. Η Μαρώνεια άκμασε ιδιαίτερα κατά τον 4ο αιώνα κάτι που της έδωσε την δυνατότητα να κόψει χρυσό νόμισμα. Το 350 π.Χ. υποτάχθηκε στο Μακεδονικό Βασίλειο του Φιλίππου. Μετά το 190 π.Χ. Θράκες πρόσφυγες ίδρυσαν μιαν άλλη Μαρώνειαστην εύφορη Σελευκίδα.Η πόλη γνώρισε μία δεύτερη ακμή κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Από τον 4ο αιώνα μ.Χ. έγινε έδρα επισκοπής. Κατά τον 6ο και 7ο αιώνα ο πληθυσμός της πόλης περιορίστηκε εξαιτίας συχνών πειρατικών επιδρομών. Η θέση της βυζαντινής Μαρώνειας βρίσκεται στο λιμάνι τουΑγίου Χαραλάμπους, γνωστό και ως Παληόχωρα. Η Μαρώνεια τον 11ο αιώνα προβιβάστηκε σε αρχιεπισκοπή και συνέχισε να ακμάζει μέχρι τον 13ο αιώνα.Ο σημερινός οικισμός βρίσκεται σε πλαγιά του Ισμάρου και μεταφέρθηκε εκεί το 17ο αιώνα λόγω των πειρατικών επιδρομών. Σήμερα διατηρούνται αρκετά ίχνη από την αρχαία πόλη. Ξεχωρίζει το αρχαίο θέατρο το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει η ανακαίνισή του. Κοντά στον αρχαιολογικό χώρο βρίσκεται ο σύγχρονος ομώνυμος οικισμός.

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ - ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ



Διονύσιος Σολωμὸς

Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν


1.- Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.

2.- Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριὰ !

3.- Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι» νὰ σοῦ πεῖ.

4.- Ἄργειε νὰ 'λθει ἐκείνη ἡ μέρα,
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατί τὰ 'σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.

5.- Δυστυχής! ΙΙαρηγορία
μόνη σου ἔμενε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεῖα
καὶ διηγώντας τὰ νὰ κλαῖς.

6.- Καὶ ἀκαρτέρει καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ' ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά.

7.- Κι ἔλεες: «Πότε, ἅ, πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τσ' ἐρμιές;».
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἅλυσες, φωνές.

8.- Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἒσταζ' αἷμα,
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.

9.- Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύεις εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.

10.- Μοναχὴ τὸ δρόομο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή.
δὲν εἲν' εὔκολες οἱ θύρες,
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλεῖ.

11.- Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,
ἀλλ' ἀνάσαση καμιά.
ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φριχτά.

12.- Ἄλλοι, ὀϊμέ, στὴ συμφορά σου
ὀποῦ ἐχαίροντο πολύ,
«σύρε νάβρεις τὰ παιδιά σου,
σύρε», ἐλέγαν οἳ σκληροί.

13.- Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
ποῦ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ.

14,- Ταπεινότατή σου γέρνει
ἡ τρισάθλια κεφαλή,
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
κι εἶναι βάρος του ἢ ζωή.

15.- Ναί, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποῦ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή.

16.- Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

17.- Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τσ' ἐχθροὺς
εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου
ἒτρεφ' ἄνθια καὶ καρπούς,

18.- ἐγαλήνευσε. καὶ ἐχύθη
καταχθόνια μία βοή,
καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη
πολεμόκραχτη ἡ φωνὴ

19.- Ὅλοι οἱ τόποι σὸν σ' ἐκράξαν
χαιρετώντας σὲ θερμά,
καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν
ὅσα αἴσθανετο ἢ χαρδιά.

20.- Ἐφωνάξανε ὡς τ' ἀστέρια
τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
κι ἐσηκώσανε τὰ χέρια
γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,

21.- μ' ὄλον ποὺ 'ναι ἁλυσωμένο
τὸ καθένα τεχνικά,
καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
ἔχει: «Ψεύτρα Ἐλευθεριά».

22.- Γκαρδιακὰ χαροποιήθη
καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ,
καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.

23.- Ἀπ' τὸν πύργο τοῦ φωνάζει,
σὰ νὰ λέει σὲ χαιρετῶ,
καὶ τὴ χήτη τοῦ τινάζει
τὸ λιοντάρι τὸ Ἰσπανο.

24.- Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
τὸ θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺς
κατὰ τ' ἄκρα της Ρουσίας
τὰ μουγκρίσματα τσ'ὀργῆς.

25.- Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει
πῶς τὰ μέλη εἲν' δυνατά.
καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κύμα ρίχνει
μία σπιθόβολη ματιά.

26.- Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
ποῦ φτεράκαι νύχια θρέφει
μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ.

27.- καὶ σ ἐσὲ καταγυρμένος,
γιατί πάντα σὲ μισεῖ,
ἒκρωζ' ἔκρωζε ὁ σκασμένος,
νὰ σὲ βλάψει, ἂν ἠμπορεῖ.

28.- Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι
πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾶς.
δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι
στὲς βρισὶες ὀποῦ ἀγρικᾶς,

29.- σὰν τὸ βράχον ὀποῦ ἀφήνει
κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνει
εὐκολόσβηστον ἀφρό.

30.- ὀποῦ ἀφήνει ἀνεμοζάλη
καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ
νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,
τὴν αἰώνιαν κορυφή.

31.-Δυστυχιά του, ὤ, δυστυχιά του,
ὁποιανοὺ θέλει βρεθεῖ
στὸ μαχαίρι σου ἀποκάτου
καὶ σ' ἐκεῖνο ἀντισταθεῖ.

32.- Τὸ θηρίο π' ἀνανογιέται
πῶς. τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αἷμα ἀνθρώπινο διψᾶ.

33.- τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
κι ὅπου φθάσει, ὅπου περάσει,
φρίκη, θάνατος, ἐρμιά.

34.- Ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη,
ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ.
ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴ θήκη
πλέον ἀνδρείαν σου προξενεῖ.

35.- Ἰδού, ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς.
τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
νὰ τῆς ρίψεις πιθυμᾶς.

36.- Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
δείχνει, πάντα ὅπως νικεῖ,
κι ἃς εἲν ἅρματα γεμάτη
καὶ πολέμιαν χλαλοή.

37.- Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν
γιὰ νὰ ἰδεῖς πὼς εἲν' πολλά.
δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;

38.- Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτὰ
γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα
ποῦ θὲ νὰ 'βρει ἡ συμφορά!

39.- Κατεβαίνουνε καὶ ἀνάφτει
τοῦ πολέμου ἀναλαμπή.
τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.

40.- Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
Λίγα τὰ αἵματα γιατί;
Τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγει
καὶ στὸ κάστρο ν' ἀνεβεῖ.

41.- Μέτρα ! Εἲν' ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
ὀποῦ φεύγοντας δειλιοῦν.
τὰ λαβώματα στὴν πλάτη
δέχοντ', ὥστε ν' ἀνεβοῦν.

42.- Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
τὴν ἀφεύγατη φθορά.
νά, σᾶς φθάνει. ἀποκριθεῖτε
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά!

43.-Ἀποκρίνονται καὶ ἡ μάχη
ἔτσι ἀρχίζει, ὀποῦ μακριὰ
ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
ἀντιβούιζε φοβερά.

44.- Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.

45.- Ἅ, τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
ποῦ τὴν τρέμει ὁ λογισμός!
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

46.- Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,

47.- καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι
ὀποῦ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
ἐπαράστεναν τὸν Ἅδη
ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά.

48.- Τ' ἀκαρτέρειε. Ἐφαῖνοντ' ἴσκιοι
ἀναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.

49.- Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
σὰν τὸ ροῦχο ὀποῦ σκεπάζει
τὰ κρεβάτια τὰ στερνά.

50.- Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
ὅσοι εἲν' ἄδικα σφαγμένοι,
ἀπὸ τούρκικην ὀργή.

51.- Τόσα πέφτουνε τὰ θερι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς.
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ' αὐτούς.

52.- Θαμποφέγγει κανέν' ἄστρο,
καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
ἀνεβαίνοντας τὸ κάστρο
μὲ νεκρώσιμη σιωπή.

53.- Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
ὅταν στέλνει μίαν ἀχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,

54.- ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ' ἄδεια
τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
ὀποῦ οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.

55.- Μὲ τὰ μάτια τοὺς γυρεύουν
ὅπου εἲν' αἵματα πηχτά,
καὶ μὲς στὰ αἵματα χορεύουν
μὲ βρυχίσματα βραχνά.

56.- καὶ χορεύοντας μανίζουν
εἰς τοὺς Ἕλληνες κοντά,
καὶ τὰ στήθια τοὺς ἐγγίζουν
μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.

57.- Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά,
ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
κι ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.

58.- Τόοτε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
ὁ χορὸς τρομακτικά,
σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.

59.- Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου.
κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγεῖ
εἶναι κτύπημα θανάτου
χωρὶς νὰ δευτερωθεῖ.

60.- Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει.
λὲς κι ἐκείθενε ἡ ψυχὴ
ἀπ' τὸ μίσος ποὺ τὴν καίει
πολεμάει νὰ πεταχθεῖ.

61.- Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
μὲς στὰ στήθια τοὺς ἀργά,
καὶ τὰ χέρια ὀποῦ χουμᾶνε
περισσότερο εἲν' γοργά.

62.- Οὐρανὸς γι' αὐτοὺς δὲν εἶναι,
οὐδὲ πέλαγο, οὐδὲ γῆ.
γι' αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.

63.- Τόση ἡ μάνητα κι ἡ ζάλη,
ποῦ στοχάζεσαι μὴ πὼς
ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ' ἄλλη
δὲν μείνει ἒ ν ἃ ς ζωντανός.

64.- Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα
πῶς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

65.- καὶ παλάσκες καὶ σπαθὶα
μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά,
καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία,
σωθικὰ λαχταριστά.

66.- Προσοχὴ καμία δὲν κάνει
κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγή.
πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ, φθάνει,
φθάνει. ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;

67.- Ποὶος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
πάρεξ ὅταν ξαπλωθεῖ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.

68.- Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
καὶ «Ἀλλά», ἐφώναζαν, «Ἀλλά»,
καὶ τῶν Χριστιανῶν τὰ χείλη
«φωτιά», ἐφώναζαν, «φωτιά».

69.- Λιονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,
πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,
καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».

70.- Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί.
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.

71.- Ἦταν τόσοι ! Πλέον τὸ βόλι
εἰς τ' αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
Ὅλοι χάμου ἐκεῖτοντ' ὅλοι
εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.

72.- Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
καὶ τὸ ἀθῶο χόρτο πίνει
αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.

73.- Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
δὲν φυσᾶς τώρα ἐσὺ πλιο
στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι.
φύσα, φύσα εἰς τὸ ΣΤΑΥΡΟ!

74.- Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

75.- Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι.
δὲν λάμπ' ἥλιος μοναχὰ
εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
εἰς τ' ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά.

76.- Εἰὶς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
τώρα ἀθώα δὲν ἀντηχεῖ
τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
τὰ βελάσματα τὸ ἄρνι.

77.- Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
σὰν τὸ κύμα εἰς τὸ γιαλό,
ἀλλ' οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδες
δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.

78.- Ὢ τρακόσιοι, σηκωθεῖτε
καὶ ξανάλθετε σέ μας.
τὰ παιδιά σας θέλ' ἰδεῖτε
πόσο μοιάζουνε μέ σας.

79.- Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται
καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
κι ὅλοι χάνουνται ἀπ' ἐδῶ.

80.- Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
πείνα καὶ θανατικό,
ποῦ μὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου
περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό.

81.- καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
ἀπεθαίνανε παντοῦ
τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.

82.- Κι ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
ματωμένη περπατεῖς.

83.- Στηὴ σκιὰ χεροπιασμένες,
στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάκτυλες παρθένες
ὀποῦ κάνουνε χορό.

84.- Στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
ὡραία μάτια ἐρωτικά,
καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν
μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.

85.- Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πῶς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυχοβύζαστο ἑτοιμάζει
γάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριᾶς.

86.- Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ.
φιλελεύθερα τραγούδια
σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.

87.- Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριὰ !

88.- Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι
γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.

89.- Σοὺ 'λθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
ἡ Θρησκεία μ' ἕνα σταυρό,
καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
ὀποῦ ἀνεῖ τὸν οὐρανό,

90.- «σ' αὐτό», ἐφώναξε, «τo χῶμα
στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά!».
Καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.

91.- Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
γύρω γύρω τῆς πυκνώνει
ποῦ σκορπάει τὸ θυμιατό.

92.- Ἀγρικάει τὴν ψαλμωδία
ὀποῦ ἐδίδαξεν αὐτή.
βλέπει τὴ φωταγωγία
στοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.

93.- Ποιοὶ εἲν' αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
μὲ πολλὴ ποδοβολή,
κι ἂρματ', ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηχες ἐσύ!

94.- Ἅ, τὸ φῶς ποὺ σὲ στολίζει,
σὰν ἡλίου φεγγοβολῆ,
καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει,
δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ.

95.- Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός.
φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.

96.- Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατᾶς,
σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
κι εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾶς.

97.- Μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει
προχωρώντας ὁμιλεῖς:
«Σήμερ', ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
ναὶ τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής.

98.- Αὐτὸς λέγει, ἀφοκρασθεῖτε:
"Ἐγὼ εἲμ' Ἄλφα, Ὠμέγα ἔγω.
πέστε, ποὺ θ' ἀποκρυφθεῖτε
ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;

99.- Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,
ποῦ, μ' αὐτὴν ἂν συγκριθεῖ
κείνη ἡ κάτω ὀποῦ σας ἔχω,
σὰν δροσιὰ θέλει βρεθεῖ.

100.- Κατατρώγει, ὡσὰν τὴ σχίζα,
τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
χῶρες, ὅρη ἀπὸ τὴ ρίζα,
ζῶα καὶ δέντρα καὶ θνητούς.

101.- Καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,
καὶ δὲν σώζεται πνοή,
πάρεξ τοῦ ἄνεμου ποὺ πνέει
μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή"».

102.- Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει:
Τοῦ θυμοῦ Τοῦ εἶσαι ἀδελφή;
Ποὶος εἲν' ἄξιος νὰ νικήσει
ἢ μὲ σὲ νὰ μετρηθεῖ;

103.- Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
ποῦ ὅλην θέλει θανατώσει
τὴ μισόχριστη σπορά.

104.- Τὴν αἰσθάνονται καὶ ἀφρίζουν
τὰ νερά, καὶ τ' ἀγρικῶ
δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
σὰν νὰ ρυάζετο θηριό.

105.- Κακορίζικοι, ποὺ πάτε
τοῦ Ἀχελώου μὲς στὴ ροὴ
καὶ πιδέξια πολεμᾶτε
ἀπὸ τὴν καταδρομὴ

106.- νὰ ἀποφύγετε; Τὸ κύμα
ἔγινε ὅλο φουσκωτό.
ἐκεῖ εὐρήκατε τὸ μνῆμα
πρὶν νὰ εὐρεῖτε ἀφανισμό.

107.- Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει
τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.

108.- Σφαλερὰ τετραποδίζουν
πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.

109.- Ποὶος στὸ σύντροφον ἁπλώνει
χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθεῖ.
ποὶος τὴ σάρκα τοῦ δαγκώνει
ὅσο ὀποῦ νὰ νεκρωθεῖ.

110.- Κεφαλὲς ἀπελπισμένες,
μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
κατὰ τ' ἄστρα σηκωμένες
γιὰ τὴν ὕστερη φορᾶ.

111.- Σβιέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
τοῦ Ἀχελώου νεροσυρμή-
τὸ χλιμίτρισμα καὶ οἱ κρότοι
καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί,

112.- Ἔτσι ν' ἄκουα νὰ βουΐξει
τὸ βαθὺν Ὠκεανό,
καὶ στὸ κύμα του νὰ πνίξει
κάθε σπέρμα ἀγαρηνό!

113.- Καὶ ἐκεῖ ποὺ 'ναι ἡ Ἁγία Σοφία,
μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
ὅλα τ' ἄψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,

114.- σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξει
ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
κι ἀπ' ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξει
ὁ ἀδελφός του Φεγγαριοῦ.

115.- Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένει,
κι ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ
μ' ἀργὸ πάτημα ἂς πηγαίνει
μεταξύ τους καὶ ἂς μετρᾶ.

116.- Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει
καὶ δὲν φαίνεται, καὶ πλιο

117.- καὶ χειρότερα ἀγριεύει
καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός.
πάντα, πάντα περισσεύει.
πολὺ φλοίσβισμα καὶ ἀφρὸς

118.- Ἅ, γιατί δὲν ἔχω τώρα
τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;
Μεγαλόφωνα τὴν ὥρα
ὀποῦ ἐσβιοῦντο οἱ μισητοί,

119.- τὸ Θεὸν εὐχαριστοῦσε
στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,
καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
ἀναρίθμητος λαός.

120.- Ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
ἡ ἀδελφή του Ἀαρῶν,
ἡ προφήτισσα Μαρία,
μ' ἕνα τύμπανο τερπνὸν

121.- καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες
μὲ τσ' ἀγκάλες ἀνοικτές,
τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,
μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.

122.- Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.

123.- Εἰς αὐτήν, εἲν' ξακουσμένο,
δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ.
ὅμως, ὄχι, δὲν εἲν' ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.

124.- Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει
κύματ' ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,
μὲ τὰ ὁποία τὴν περιζώνει,
κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.

125.- Μὲ βρυχίσματα σαλεύει
ποῦ τρομάζει ἡ ἀκοή.
κάθε ξύλο κινδυνεύει
καὶ λιμνιώνα ἀναζητεῖ.

126.- Φαίνετ' ἔπειτα ἡ γαλήνη
καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἥλιου,
καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.

127.- Δὲν νικιέσαι, εἲν' ξακουσμένο,
στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτέ.
ὅμως, ὄχι, δὲν εἲν' ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.

128.- Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ
τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά.

129.-Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,
καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἲν' πολλές,
πολεμώντας, ἄλλα διώχνεις,
ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς.

130.- Μ' ἐπιθύμια νὰ τηράζεις
δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,
καὶ θανάσιμον τινάζεις
ἐναντίον τοὺς κεραυνό.

131.- Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει,
καὶ σηκώνει μία βροντή,
καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
μὲ αἱματόχροη βαφή.

132.- Πνίγοντ' ὅλοι οἱ πολεμάρχοι
Καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί.
χαίρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
ποῦ σὲ πέταξαν ἐκεῖ.

133.- Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι
μὲ τσ' ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη
δίνοντας τὰ εἰς τὸ φιλί.

134.- Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε
τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,
καὶ τὸ χέρι ὀποῦ ἐφιλῆστε
πλέον, ἅ, πλέον δὲν εὐλογεῖ.

135.- Ὅλοι κλάψτε. ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς.
κλάψτε, κλάψτε. κρεμασμένος
ὡσὰν νὰ 'τανε φονιάς!

136.- Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόμα
π' ὦρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ
τ' Ἅγιον Αἷμα, τ' Ἅγιον Σῶμα.
λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγεῖ

137.- ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει,
λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθεῖ,
εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσει
καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμεῖ.

138.- Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.

139.- Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει.
Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ
νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
μὲ τὸ δάχτυλο ἡ θεά.

140.- Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
τρεῖς φορὲς μ' ἀνησυχιά.
προσηλώνεται κατόπι
στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾶ:

141.- «Παλληκάρια μου, οἱ πολέμοι
γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,
καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.

142.- Ἀπ' ἐσᾶς ἀπομακραίνει
κάθε δύναμη ἐχθρική,
ἀλλὰ ἀνίκητη μία μένει
ποῦ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.

143.- Μία, ποὺ ὅταν ὡσὰν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,
ἄχ, τὸ νοῦ σας τυραννεῖ.

144.- Ἡ Διχόνοια ποὺ βαστάει
ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
καθενὸς χαμογελάει,
"πάρ' τό", λέγοντας, "καὶ σύ".

145.- Κειο τὸ σκῆπτρο πού σας δείχνει
ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά.
μὴν τὸ πιάστε, γιατί ρίχνει
εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.

146.- Ἀπὸ στόμα ὀποῦ φθονάει,
παλληκάρια, ἂς μὴν πωθεῖ,
πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει
τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.

147.- Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
"Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους
δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά".

148.- Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα.
ὅλο τὸ αἷμα ὀποῦ χυθεῖ
γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα
ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.

149.- Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε
γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθεῖτε
σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.

150.- Πόσο λείπει, στοχασθεῖτε,
πόσο ἀκόμη νὰ παρθεῖ.
πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθεῖτε,
πάντα ἐσᾶς θ' ἀκολουθεῖ.

151.- Ὢ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία,
καταστῆστε ἕνα Σταυρὸ
καὶ φωνάξετε μὲ μία:
"Βασιλεῖς, κοιτάξτ' ἐδῶ!

152.- Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε
εἶναι τοῦτο, καὶ γι' αὐτὸ
ματωμένους μας κοιτᾶτε
στὸν ἀγώνα τὸ σκληρό.

153.- Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν
τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν
καὶ τὰ τέκνα τοῦ ἀφανίζουν,
καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν.

154.- Ἐξ αἰτίας τοῦ ἐσπάρθη, ἐχάθη
αἷμα ἀθῶο χριστιανικό,
ποῦ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς νυκτός: Νὰ ἐκδικηθῶ.

155.- Δὲν ἀκοῦτε, ἐσεῖς εἰκόνες
τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες
καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.

156.- Δὲν ἀκοῦτε; Εἰς κάθε μέρος
σὰν τοῦ Ἀβὲλ καταβοᾶ.
δὲν εἲν' φύσημα τοῦ ἀέρος
ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.

157.- Τί θὰ κάμετε; Θ' ἀφῆστε
νὰ ἀποκτήσομεν ἐμεῖς
λευθεριᾶν, ἢ θὰ τὴν λύστε
ἐξ αἰτίας πολιτικῆς;

158.- Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε,
ἰδοὺ ἐμπρός σας τὸν Σταυρό:
Βασιλεῖς, ἐλᾶτε, ἐλάτε,
καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ!"».

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ 1789-1857



Ο Διονύσιος Σολωμός είναι ο μεγαλύτερος ποιητής του προπερασμένου αιώνα. Αρχηγός της Επτανησιακής σχολής, ηγέτης του νεοελληνικού έμμετρου λόγου, που ουσιαστικά αρχίζει μετά από αυτόν και, τέλος, Εθνικός της Ελλάδας, και γιατί έγραψε τον Εθνικό μας Ύμνο και γιατί τον νεοελληνικό ποιητικό λόγο, και γιατί ύμνησε τον Εθνικό αγώνα της Ανεξαρτησίας, και γιατί πρώτος χρησιμοποίησε στον ποιητικό και πεζό του λόγο την εθνική λαϊκή μας γλώσσα, τη δημοτική.

Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1789 (έτος του μαρτυρίου του Ρήγα) και πέθανε στην Κέρκυρα το 1859, δυο χρόνια πριν γεννηθεί ο Παλαμάς. Ο πατέρας του Νικόλαος Σολωμός ήταν πλούσιος άρχοντας και κόμης, ενώ η μητέρα του, Αγγελική Νίκολη, ήταν γυναίκα του λαού. Έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία, αλλά τα άφθονα οικονομικά μέσα του επέτρεψαν να συνεχίσει τις σπουδές του. Σε ηλικία δέκα χρονών, συνοδευόμενος από τον οικοδιδάσκαλό του καθολικό αββά Σάντο Ρόσσι, πήγε στη Βενετία και συνέχισε πανεπιστημιακές σπουδές στην Κρεμόνα και την Παβία της Ιταλίας.

Τα ενδιαφέροντα του ήταν φιλολογικά, δεδομένου μάλιστα ότι από μικρός στιχουργούσε ο ίδιος. Η λαμπρή άνθηση της ιταλικής φιλολογίας δεν τον άφησε ανεπηρέαστο. Καθώς μάλιστα μιλούσε πλέον θαυμάσια την ιταλική γλώσσα, τα ποιήματα του τα έγραφε ιταλικά. Εξάλλου γνωρίστηκε με γνωστά ονόματα της πνευματικής Ιταλίας (Μαντσόνι, Μόντι κ.ά.), μπήκε στους φιλολογικούς κύκλους τους, και τελειοποιούμενος ολοένα στις ποιητικές κατακτήσεις του, εξελισσόταν σ' έναν καλό ποιητή της ιταλικής γλώσσας.

Το 1818 χρειάστηκε να γυρίσει στη Ζάκυνθο. Τα δέκα χρόνια που έζησε στην Ιταλία τον είχαν επηρεάσει βαθύτατα, ώστε και στην Ελλάδα να συνεχίσει γράφοντας ιταλικά. Αλλά το 1822 η γνωριμία του και οι συζητήσεις του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη τον έπεισαν, ότι έπρεπε να γίνει Έλληνας ποιητής, να γράφει στην ελληνική γλώσσα, και μάλιστα στη γλώσσα του λαού, τη δημοτική.

Άρχισε τότε να διαβάζει τον Χριστόπουλο, να μελετάει τα δημοτικά τραγούδια, να παρακολουθεί όλη την πριν απ' αυτόν ποιητική παραγωγή (τη λεγομένη προσολωμική), ώσπου να είναι σε θέση να γράψει ελληνικά ποιήματα. Το πρώτο ποίημα του, που έδειξε στον Τρικούπη ήταν η «Ξανθούλα». Το 1823 έγραψε τον «Υμνον εις την Ελευθερίαν», που τυπώθηκε τον επόμενο χρόνο στο Μεσολόγγι. Τον ίδιο μήνα, στο Μεσολόγγι, πέθανε ο Λόρδος Βύρων, στον οποίο ο Σολωμός αφιέρωσε συγκινητικό ποίημα. Στα 1826 γράφει τον «Λάμπρο» και τη «φαρμακωμένη». Αλλά το μεγάλο, το επικό γεγονός της χρονιάς αυτής, ήταν η παρατεινόμενη τρομερή πολιορκία του Μεσολογγίου και η θαυμαστή πίστη και αντοχή των «ελευθέρων πολιορκημένων». Τα κανόνια ακούγονταν ως την Ζάκυνθο, και οι πρόσφυγες Μεσολογγίτες γυρνούσαν στους δρόμους της Ζακύνθου ζητώντας ελεημοσύνη. Με εθνική συγκίνηση, και ψυχικό ρίγος παρακολουθούσε ο ποιητής την Εθνική εποποιία, από την οποία προέκυψε η ποιητική του σύνθεση των «Ελευθέρων πολιορκημένων».

Το 1828 ο Σολωμός πηγαίνει στην Κέρκυρα, σημαντικό πνευματικό κέντρο της εποχής, και ζει εκεί ως αρχηγός κύκλου θαυμαστών και ποιητών ενός πυρήνα από πνευματικούς ανθρώπους με μεγάλη μόρφωση, με προοδευτικές και φιλελεύθερες ιδέες, με αισθητική κατάρτιση, με αυστηρές αξιώσεις από την τέχνη και με φιλοδοξίες για μιαν αναγέννηση της Νεοελληνικής Γραμματείας. Είναι ο κύκλος που δημιούργησε την Επτανησιακή Σχολή, με αρχηγό, καθοδηγητή και σύμβουλο τον Σολωμό. Από τον κύκλο αυτόν αρχίζει η ποιητική άνοδος της ελληνικής ποίησης, πολλές δεκάδες χρόνια πριν από την Αθήνα, όπου ο Παλαμάς δημιούργησε μία δεύτερη ποιητική αναγέννηση.

Ο Σολωμός στο διάστημα 1847-51 επιχείρησε να ξαναγράψει ιταλικά ποιήματα. Ήταν όμως ήδη Έλληνας ποιητής, ο μεγαλύτερος ποιητής του καιρού του, μία μορφή γεμάτη αίγλη, κύρος και δόξα για ολόκληρη την Ελλάδα. Είχε πετύχει να ξεπεράσει τη μεγάλη δυσκολία της γλώσσας, να την κατακτήσει και να την αξιοποιήσει με ποιητικά αριστουργήματα, στα οποία έβλεπες τον μεγάλο τεχνίτη.

Ήταν τόσο γενική και στερεή η φήμη του, ώστε, όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του (21 Νοεμβρίου 1857) όλος ο λαός πένθησε. Το θέατρο της Κέρκυρας έκλεισε, η Ιόνια Βουλή σταμάτησε τις εργασίες της και αποφάσισε να γίνει δημόσιο το πένθος για τον ποιητή.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1859, κυκλοφόρησαν τα «Άπαντα» του Σολωμού, σε έκδοση και με πρόλογο του Ιάκωβου Πολυλά, ενός από τους οξυνούστερους παράγοντες του φιλολογικού του κύκλου, που έμεινε πλέον και ο ηγέτης του κύκλου αυτού.

Το 1864 οι πρώτες στροφές από τον «Yμνον εις την Eλευθερίαν» του Σολωμού ορίστηκε ως ο Εθνικός ύμνος της Ελλάδας. Ήταν η πρώτη επίσημη αναγνώριση του ποιητή στην κυρίως Ελλάδα. Η επιβολή του ονόματός του σε ευρύτερα στρώματα έφερε ως επακόλουθο και την ευρύτερη διάδοση του έργου του, που άσκησε σιγά-σιγά την επήρεια του επί μία εικοσαετία και τελικά αποτέλεσε την αφετηρία, για ένα ξεκίνημα των νέων ποιητών, πάνω σε καινούριες βάσεις και έξω από τους θρήνους και ολοφυρμούς των ρομαντικών.

Οι χτυπητές λέξεις, οι φλύαροι στίχοι, τα άχρηστα παραγεμίσματα έπαψαν να αποτελούν ποίηση. Ο Σολωμός έδειξε, ότι η ποίηση πρέπει να έχει πυκνότητα. Με τις λιγότερες και μουσικότερες λέξεις να αποδίδει υψηλά νοήματα και καθαρές εικόνες, όπου τίποτα περιττό δεν υπήρχε κι όπου όλα - γλώσσα, νόημα, ρυθμός, εικόνα - ήταν αισθητικά οργανωμένα, αλλά όχι και εγκεφαλικά. Τίποτα δεν πρόδιδε την επίπονη κατεργασία. Αντίθετα το ποίημα είχε δροσιά, φυσικότητα και παρθενικότητα. Ο Σολωμός πέτυχε, μία θαυμαστή ισορροπία πνεύματος και μορφής, νόησης και αισθήματος γλώσσας και μουσικότητας.

Είχε μία θεωρητική κατάρτιση, που τη βλέπομε και στο «Διάλογο» του (όπου μιλούν ο ποιητής, ο φίλος και ο σοφολογιότατος), και που του επέτρεψε να συλλάβει σωστά το πρόβλημα της ποίησης, και να το πραγματοποιήσει σε βαθμό τελειότητας, δημιουργώντας μία παράδοση και κερδίζοντας επάξια τον τίτλο του γενάρχη του νέου μας ποιητικού λόγου.

Οι πρώτες του δοκιμές σε μία γλώσσα, που δεν τη χρησιμοποίησε ακόμα με την ευχέρεια της μητρικής γλώσσας, έδωσαν λαμπρά αποτελέσματα με στροφές ειδυλλιακές, γεμάτες φως, διαύγεια και ιδεαλιστική πνοή. Κατακτώντας σιγά - σιγά το γλωσσικό του όργανο και ζώντας τον παλμό, του Αγώνα και την αγωνία του επαναστατημένου Έθνους, έντυσε τις εμπνεύσεις του με τα χτυποκάρδια των πολεμιστών. Έδωσε ποιητικό νόημα στην Εθνεγερσία. Έγινε η έκφραση των αισθημάτων του καιρού του και της πατρίδας του. Και με τόσο βαθιά συναίσθηση ευθύνης, ώστε, μπρος στο τέλειο και το ιδεώδες, που επιδίωκε, να γράφει και να ξαναγράφει τις ποιητικές του συνθέσεις σε διάφορα σχεδιάσματα, ώσπου να πετύχει να συνδυάσει την πιο τέλεια μορφή με το πιο υψηλό περιεχόμενο.

«... Ο Σολωμός, - γράφει ο Α. Καραντώνης - γύρεψε να συγχωνέψει σε μία τέλεια και καθαρή, απλή όσο και βαθιά μορφή μουσικού ποιητικού λόγου, όλες τις ιδιότητες και τις ενέργειες του ανθρώπου - από το πιο αυθόρμητο ψυχικό σκίρτημα ως τη φιλοσοφική ενόραση και την πνευματική σύλληψη της Θείας Δημιουργίας, συνταιριασμένες με μία ανώτερη αντίληψη του Χρέους».

Το σπουδαιότερο πρόβλημα που απασχόλησε τη μεγαλοφυΐα του εθνικού μας ποιητή Δ. Σολωμού, ήταν το πρόβλημα της Ελευθερίας. Της ελευθερίας πρώτα της Εθνικής που είναι συνυφασμένη με την Ηθική ελευθερία του ατόμου, και της ελευθερίας ως Ιδέας, που περικλείει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Τις θέσεις αυτές τις αποτύπωσε ο Σολωμός στον «Υμνον εις την Ελευθερίαν», στους «Ελεύθερους πολιορκημένους», και στον «Διάλογο» ποιητή και σοφολογιότατου.