Τα Άβδηρα είναι κωμόπολη του Νομού Ξάνθης της Θράκης στον Νέστο ποταμό. Υπήρξε πατρίδα του φιλόσοφου Δημόκριτου και του σοφιστή Πρωταγόρα, πηγές αναφέρουν ότι τα Άβδηρα ήταν πατρίδα του Λεύκιππου. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει τα Άβδηρα ως Άβδηρον ενώ στη Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου απαντάται και ως (θηλ.) η Άβδηρα
Σύμφωνα με τη μυθολογία, η πόλη ιδρύθηκε από τον Ηρακλή, για να τιμηθεί η μνήμη του συντρόφου του Άβδηρου, ο οποίος κατασπαράχθηκε από τα άλογα του Διομήδη. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, όμως, πρώτος οικιστής υπήρξε ο Κλαζομένιος Τιμήσιος κατά το 654 π.Χ.Η πρώτη αυτή αποικία δεν ευδοκίμησε. Τα Άβδηρα το 545 π.Χ.. ιδρύθηκαν ξανά από τους κατοίκους της ιωνικής Τέω, που έφυγαν από την πατρίδα τους για να αποφύγουν την Περσική υποδούλωση. Οι Τήιοι στην νέα τους πατρίδα έκοψαν νομίσματα, όμοια με εκείνα της Τέω, που έφεραν ως εμπροσθότυπο κεφαλή του Απόλλωνα και στον οπισθότυπο γρύπα.
Καθοριστική για την πορεία της πόλης υπήρξε η παρουσία των Περσών, που άρχισε να γίνεται αισθητή στη Θράκη από το 512 π.Χ. Όταν το 491 π.Χ. ο Μαρδόνιος κυρίευσε τις ελληνικές πόλεις της περιοχής και υπέταξε μερικά από τα θρακικά φύλα, το λιμάνι των Αβδήρων χρησίμευσε ως ορμητήριο των Περσών. Το 480 π.Χ. η πόλη φιλοξένησε τον Ξέρξη και το στρατό του, ενώ το 479 π.Χ. ο βασιλιάς των Περσών φιλοξενήθηκε για μια ακόμη φορά, όταν ηττημένος αποχωρούσε από την νότια Ελλάδα. Ένα χρυσό ξίφος και μια χρυσοποίκιλτη τιάρα ήταν τα δώρα που χάρισε τότε ο Ξέρξης στα Άβδηρα.
Μετά τους Περσικούς πολέμους, τα Άβδηρα γνώρισαν μια μακρά ειρηνική περίοδο μεγάλης οικονομικής και πολιτιστικής ακμής. Έγιναν μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας πληρώνοντας πολύ υψηλό φόρο, ενώ στενές ήταν και οι σχέσεις τους με το ανεξάρτητο θρακικό βασίλειο των Οδρυσών. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος όμως αποδυνάμωσε την πόλη, καθώς επέφερε στάσεις, συγκρούσεις και ανακατατάξεις των συμμαχιών.
Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το πλήγμα που δέχθηκαν τα Άβδηρα το 376 π.Χ. από την εισβολή 30.000 Τριβαλλών, ενός θρακικού φύλου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό των κατοίκων τους. Η πόλη σώθηκε με την επέμβαση του Αθηναίου στρατηγού Χαβρία. Τον επόμενο χρόνο, με τη δύναμή της σημαντικά μειωμένη, αναγκάστηκε να γίνει μέλος της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας και παρέμεινε στη σφαίρα επιρροής των Αθηνών μέχρι το 356 π.Χ. Τη χρονιά εκείνη ο Φίλιππος Β΄ κυρίευσε τα Άβδηρα μαζί με άλλες πόλεις των θρακικών παραλίων.
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την κατάτμηση του βασιλείου του, τα Άβδηρα γνώρισαν διαδοχικά την κυριαρχία των Μακεδόνων, των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων. Το 170 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Ορτένσιος, με τη βοήθεια των στρατευμάτων του βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β΄, καταλαμβάνει την πόλη, σκοτώνει και εξανδραποδίζει τους κατοίκους της. Η κατάληψη έγινε μετά την προδοσία του Αβδηρίτη Πύθωνος, που υπεράσπιζε το πιο σημαντικό τμήμα των τειχών. Αργότερα οι Αβδηρίτες δικαιώθηκαν από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο.
Στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. οι συγκρούσεις μεταξύ των Μακεδόνων και των Ρωμαίων οδήγησαν στην επικράτηση των Ρωμαίων, οι οποίοι το 167 π.Χ. επέβαλαν την κυριαρχία τους στη Μακεδονία και τη Θράκη. Τα Άβδηρα διατήρησαν τότε το καθεστώς της "ελεύθερης πόλης", η εποχή της ακμής τους όμως είχε πλέον περάσει. Η κατασκευή της νέας βασικής οδικής αρτηρίας, της "Εγνατίας οδού", επιτάχυνε το μαρασμό. Οι πλημμύρες του Νέστου και τα έλη που δημιουργήθηκαν και δεν αποξηράνθηκαν προξένησαν στην πόλη ανυπέρβλητα προβλήματα. Έτσι μετατράπηκαν σταδιακά σε μια μικρή και ασήμαντη πολίχνη των Ρωμαϊκών Χρόνων.
Στο τέλος των αρχαίων χρόνων η πόλη περιορίστηκε στο λόφο της αρχαίας ακρόπολης. Τον 6ο αι. μ.Χ. μετονομάστηκε σε Πολύστυλο εξαιτίας των πολλών στύλων (αρχαίων κιόνων) που διακρίνονταν ανάμεσα στα ερείπια της αρχαίας πόλης. Κατά τη βυζαντινή περίοδο υπήρξε έδρα Επισκοπής. Την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λίγο πριν τις αρχές του 18ου αι., μεταφέρθηκε βορειότερα, στη θέση Παλιόχωρα. Με τη μεταφορά στη νέα θέση υπερίσχυσε το τοπωνύμιο Μπουλούστρα, παραφθορά της ονομασίας "Πολύστυλον".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου