ΟΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ

ΟΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ

ΛΑΟΣ ΠΟΥ ΧΑΝΕΙ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ.

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ

Ο Δημόκριτος (~460 π.Χ.- 370 π.Χ.) ήταν προσωκρατικός φιλόσοφος, ο οποίος γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης. Ήταν μαθητής του Λεύκιππου. Πίστευε ότι η ύλη αποτελούνταν από αδιάσπαστα, αόρατα στοιχεία, τα άτομα. Επίσης ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι ο Γαλαξίας είναι το φως από μακρινά αστέρια. Ήταν ανάμεσα στους πρώτους που ανέφεραν ότι το σύμπαν έχει και άλλους "κόσμους" και μάλιστα ορισμένους κατοικημένους. Ο Δημόκριτος ξεκαθάριζε ότι το κενό δεν ταυτίζεται με το τίποτα ("μη ον"), είναι δηλαδή κάτι το υπαρκτό.
Ο Δημόκριτος γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης γύρω στα 460 π.Χ από οικογένεια αριστοκρατικής καταγωγής, δημοκρατικών όμως πεποιθήσεων. Τα Άβδηρα, ανατολικά του ποταμού Νέστου στην ακτή της Θράκης, υπήρξαν ιωνική αποικία που ιδρύθηκε το 654 π.Χ. από κατοίκους των μικρασιατικών Κλαζομενών. Ήταν η τρίτη πλουσιότερη πόλη της Αθηναϊκής συμμαχίας -έδινε φόρο 15 τάλαντα- και όφειλε τον πλούτο της στην άφθονη παραγωγή σιτηρών και στο γεγονός ότι αποτελούσε λιμάνι για τη διεξαγωγή του εμπορίου με το εσωτερικό της Θράκης. Στα Άβδηρα ο Ξέρξης ξεκούρασε το στρατό του το 480 π.Χ. κατεβαίνοντας προς τη νότια Ελλάδα. Σύμφωνα, μάλιστα, με μια μαρτυρία αυτός που φιλοξένησε τον Ξέρξη στην πόλη ήταν ο πατέρας του Δημόκριτου, αλλά γενικά η ιστορία αυτή θεωρείται από τους μελετητές ως πλαστή: το ανέκδοτο φαίνεται να προέκυψε από μια γενικότερη προσπάθεια σύνδεσης της ελληνικής φιλοσοφίας με την Ανατολή, αφού σύμφωνα μ' αυτό ο Ξέρξης άφησε στον πατέρα του Δημόκριτου κάποιους Μάγους, οι οποίοι μύησαν το Δημόκριτο στα μυστικά δόγματα της «φιλοσοφίας» τους .

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Δημόκριτος στο Μικρό διάκοσμο, ήταν νέος όταν ο Αναξαγόρας ήταν γέρος. Με βάση αυτό το στοιχείο η ημερομηνία γεννήσεως που παραδίδει ο Απολλόδωρος (80η ολυμπιάδα=460-456 π.Χ.) φαίνεται λογικότερη από άλλες χρονολογίες που μας παραδόθηκαν.
Από τη νεανική του ηλικία ο Δημόκριτος έδειξε την κλίση του προς τη μελέτη και την έρευνα της φύσης. Χαρακτηριστικό είναι το ανέκδοτο που παραδίδει ο Διογένης Λαέρτιος (9, 36) και το οποίο φανερώνει το βαθμό αφοσίωσης του Δημοκρίτου στο στοχασμό: «(Ο Δημήτριος) αναφέρει ότι ήταν τόσο φιλόπονος, ώστε χώρισε ένα δωμάτιο στον κήπο του σπιτιού και κλείστηκε εκεί μέσα. Όταν κάποτε ο πατέρας του οδήγησε ένα βόδι για να το θυσιάσει και το έδεσε σ’ εκείνο το μέρος, ο Δημόκριτος για αρκετή ώρα δεν τον αντιλήφθηκε, έως ότου ο πατέρας του τον σήκωσε με πρόφαση τη θυσία και του ανέφερε τα σχετικά με το βόδι».

Κατά τη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας ανάμεσα στο Δημόκριτο και τα δύο αδέρφια του ο πρώτος, σύμφωνα με μια μαρτυρία, προτίμησε να λάβει το μικρότερο μερίδιο σε χρήματα (100 τάλαντα). Αυτά τα χρήματα τα ξόδεψε ταξιδεύοντας σε όλο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο. Τα ταξίδια του στην Αίγυπτο, την Περσία και τη Βαβυλώνα θεωρούνται σχεδόν σίγουρα, ενώ τα ταξίδια στην Αιθιοπία και την Ινδία είναι λιγότερο βέβαιο ότι πραγματοποιήθηκαν. Όπως αναφέρει και ο ίδιος: «Εγώ, λοιπόν περιπλανήθηκα σε περισσότερους τόπους της γης απ’ τους ανθρώπους της εποχής μου, ερευνώντας τα πιο μακρινά μέρη, και γνώρισα πάρα πολλές χώρες και κλίματα και άκουσα πάρα πολλούς μορφωμένους ανθρώπους, αλλά στη σύνθεση σχημάτων που συνοδεύονται από απόδειξη κανείς ως τώρα δε με ξεπέρασε, ούτε ακόμη και αυτοί από τους Αιγυπτίους που ονομάζονται Αρπεδονάπτες. Μαζί και με την παραμονή μου σ’ αυτούς, έζησα συνολικά οχτώ χρόνια σε ξένη χώρα».Στη διάρκεια αυτών των περιπλανήσεων θα πρέπει σίγουρα να επισκέφτηκε τα μεγάλα πνευματικά κέντρα της Ιωνίας, κυρίως την Έφεσο και τη Μίλητο, όπου θα γνώρισε από κοντά τη φιλοσοφία του Θαλή, του Αναξίμανδρου, του Αναξιμένη και του Ηρακλείτου. Στη Μίλητο ίσως να συνάντησε για πρώτη φορά τον άνθρωπο που έμελλε να σημαδέψει η ζωή του, το Λεύκιππο. Απ’ αυτόν θα πρέπει να διδάχτηκε τη φιλοσοφία του Παρμενίδη, του Εμπεδοκλή, του Πυθαγόρα. Μάλιστα, για τον τελευταίο θα συντάξει ο Δημόκριτος αργότερα ειδική πραγματεία.

Δεν παρέλειψε να επισκεφτεί και το μεγαλύτερο πνευματικό κέντρο της εποχής του, την Αθήνα, φαίνεται όμως ότι η παρουσία του εκεί πέρασε σχετικά απαρατήρητη. Σύμφωνα με μια εκδοχή αυτό αποτελούσε επιλογή του ίδιου του Δημόκριτου, επειδή ένιωθε μεγάλη περιφρόνηση προς τη δόξα. Η επίσκεψη του Δημόκριτου στην Αθήνα ήταν κάτι φυσιολογικό, αφού η πόλη αποτελούσε την πνευματική πρωτεύουσα της Ελλάδας, ενώ και τα Άβδηρα ήταν μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Ίσως, όμως, η εμπόλεμη κατάσταση, στην οποία βρισκόταν τότε η Αθήνα λόγω τουΠελοποννησιακού πολέμου, να οδήγησε το Δημόκριτο στην απόφαση να ιδρύσει τη σχολή του στα Άβδηρα. Πάντως, ο φιλόσοφος σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να περιφρονούσε την Αθήνα, αφού ο ίδιος ήταν δημοκρατικός, ενώ πολλές από τις απαντήσεις που έδωσε σε φιλοσοφικά προβλήματα υποβάλλουν την εντύπωση ότι γνώριζε καλά τη φιλοσοφία του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αντισθένη, του Αρίστιππου και του Αναξαγόρα.
Όταν ο Δημόκριτος επέστρεψε κάποτε στα Άβδηρα, είχε αναλώσει πια όλο το μερίδιό του της πατρικής κληρονομιάς. Τη φροντίδα του και τη συντήρησή του ανέλαβε ο αδελφός του Δάμασος. Ο Δημόκριτος αποδείχτηκε χρήσιμος για τον αδερφό του: σύμφωνα με μια μαρτυρία προέβλεψε επικείμενη νεροποντή και τον συμβούλεψε να μαζέψει την παραγωγή του από τους αγρούς. Όσοι από τους Αβδηρίτες τον πίστεψαν έσωσαν τις περιουσίες τους, οι άλλοι καταστράφηκαν. Το ανέκδοτο αυτό φαίνεται ότι πλάστηκε, για να απαντήσει στις κατηγορίες ότι η μελέτη της φιλοσοφίας είναι άχρηστη σε πρακτικά ζητήματα της ανθρώπινης ζωής. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για την ακόλουθη ιστορία: ο Δημόκριτος προέβλεψε μελλοντική ανατίμηση του λαδιού και αγόρασε όλη την ντόπια ελαιοπαραγωγή πολύ φθηνά. Όταν η ανατίμηση πράγματι έγινε, ο ίδιος απέδωσε τα κέρδη του στους συμπολίτες του, επειδή περιφρονούσε τα πλούτη.

Φαίνεται ότι η εκτίμηση που απολάμβανε ο Δημόκριτος από τους συμπατριώτες του προκάλεσε το φθόνο ορισμένων απ' αυτούς, οι οποίοι σκέφτηκαν να ζητήσουν στην περίπτωση του φιλοσόφου την ενεργοποίηση ενός πατροπαράδοτου νόμου, ο οποίος προέβλεπε την απαγόρευση της ταφής στην πατρίδα όποιου είχε σπαταλήσει την πατρική περιουσία. Ο Δημόκριτος απάντησε διαβάζοντας στους συμπολίτες του το Μέγα διάκοσμο. Το έργο αποτιμήθηκε από τους συμπολίτες του στα 500 τάλαντα, ενώ ορίστηκε να του αφιερωθούν και 20 ανδριάντες από χαλκό. Και η ιστορία αυτή φαίνεται πλαστή, αφού ο Μέγας διάκοσμος πρέπει να είναι έργο του Λεύκιππου. Η δημιουργία της ίσως να αποτελεί και πάλι μια απάντηση στην κατηγορία ότι η μελέτη της φιλοσοφίας είναι άχρηστη: ο Δημόκριτος όχι μόνο δε σπατάλησε την πατρική περιουσία, αλλά την πολλαπλασίασε (από 100 την έκανε 500 τάλαντα), αφού δημιούργησε ένα πολύτιμο φιλοσοφικό έργο.

Στα Άβδηρα ο Δημόκριτος αφοσιώθηκε στη διδασκαλία και τη συγγραφή των έργων του. Η προκοπή του στη σοφία ήταν τέτοια, ώστε αποκλήθηκε Σοφία ή Φιλοσοφία. Ονομάστηκε επίσης Γελασίνος (=ο γελαστός), αφού αντιμετώπιζε τη ζωή πάντα με αισιοδοξία, γαλήνη και καρτερία. Κατά μια εκδοχή ονομάστηκε έτσι, επειδή περιγελούσε τις καθημερινές θλίψεις και ελπίδες που απασχολούσαν τους άλλους ανθρώπους. Το πιθανότερο είναι ο χαρακτηρισμός να προέρχεται από την άποψη του Δημόκριτου ότι η ευθυμία αποτελεί στόχο για τη ζωή του κάθε ανθρώπου.
Σύμφωνα με μια άλλη φανταστική ιστορία ο Δημόκριτος αυτοτυφλώθηκε καίγοντας τα μάτια του με την αντανάκλαση του ήλιου πάνω σε μια χάλκινη ασπίδα. Το κίνητρο που δινόταν γι' αυτήν την πράξη δύσκολα μπορεί να ανταποκρίνεται στις διαθέσεις του ίδιου του φιλοσόφου: ήθελε τάχα να επιδοθεί απερίσπαστος από τη μαγεία της όρασης στο στοχασμό και την ερμηνεία των νόμων της φύσης. Αυτή η περιφρόνηση της αίσθησης φαίνεται ότι έχει ως πηγή της την πλατωνική παράδοση παρά τη γνήσια διδασκαλία του Δημόκριτου. Ο ίδιος ο φιλόσοφος θεωρούσε πολύτιμες τις εντυπώσεις των αισθήσεων ως πρώτη ύλη για την ερμηνεία της φύσης, αρκεί αυτές οι εντυπώσεις να διυλίζονταν από την κριτική ικανότητα του ανθρώπινου νου.

Φαίνεται ότι πέθανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία, αφού κατατασσόταν στους μακροβιότερους Έλληνες στοχαστές. Διάφορες πηγές παραδίδουν ότι έζησε από 90 ως και 109 χρόνια. Δε γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία του θανάτου του, η οποία τοποθετείται συμβατικά στο 370 ή 360 π.Χ. Και για το τέλος του φιλοσόφου υπάρχουν διάφοροι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν απ' αυτούς ήθελε να αυτοκτονήσει, όντας σε βαθιά γεράματα, με αποχή από την τροφή. Επειδή, όμως, ήταν οι ημέρες των Θεσμοφορίων και οι γυναίκες της οικογένειας ήθελαν να τις γιορτάσουν, τον παρακάλεσαν να αναβάλλει το θάνατό του για λίγες μέρες. Διέταξε τότε να του φέρουν κοντά ένα αγγείο με μέλι (ή ζεστά ψωμιά κατά άλλη εκδοχή) και έζησε, ώσπου να περάσουν οι γιορτές, μόνο με τη μυρωδιά του μελιού. Όταν πέρασαν οι μέρες, παραδόθηκε στο θάνατο.

Τα ενδιαφέροντα του Δημόκριτου ήταν εξαιρετικά πλατιά. Ασχολήθηκε σχεδόν με όλους τους τομείς της ανθρώπινης γνώσης: μαθηματικά, μουσική, γεωμετρία, μετεωρολογία, γλωσσολογία, τέχνη του πολέμου, κοσμολογία, αστρονομία, βιολογία, γεωλογία, γεωγραφία, λογική, ηθική, αισθητική, ιστορία, παιδεία, με φανερή αποχή από τη θρησκεία και την πολιτική. Από αυτήν την άποψη υπήρξε κατά κάποιο τρόπο πρόδρομος του Αριστοτέλη, ένας καθολικός νους, ένα πνεύμα εγκυκλοπαιδικό. Μεταγενέστεροι μελετητές του στην αρχαιότητα (ίσως ήδη ο Καλλίμαχος) χώρισαν το έργο του σε δεκατρείς τετραλογίες, ενταγμένες σε πέντε ομάδες έργων: τα ηθικά (δύο τετραλογίες), τα φυσικά (τέσσερις τετραλογίες), τα μαθηματικά (τρεις), τα μουσικά (δύο), τα τεχνικά (δύο). Σ' αυτές τις τετραλογίες πρέπει να προστεθούν εννιά αταξινόμητα έργα και εννιά που φέρουν τον τίτλο Αιτίαι, σύνολο 70 έργα. Κατάλογο των έργων του μας παραδίδει ο Διογένης Λαέρτιος, ενώ κάποιοι επιπλέον τίτλοι σώζονται στη Σούδα, στο Σέξτο και τον Απολλώνιο Δύσκολο.

Από τα αποδιδόμενα στο Δημόκριτο έργα είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Μέγας διάκοσμος ήταν στην πραγματικότητα έργο του Λεύκιππου. Η πληροφορία αυτή προέρχεται από την Περιπατητική Σχολή και μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη, αφού έχει την αφετηρία της στις ειδικές πραγματείες για το Δημόκριτο, που συνέταξαν τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Θεόφραστος. Στον Λεύκιππο αποδίδεται από τον Αέτιο και ένα άλλο έργο, το Περί νου. Δεν έχουμε λόγους να αμφιβάλλουμε γι’ αυτήν την πληροφορία. Το περιεχόμενο του έργου μπορεί να αποτελούσε μια επίθεση κατά της αναξαγόρειας θεωρίας για το Νου που διακοσμεί τα πράγματα.

Αν κρίνουμε από τον αριθμό των έργων του Δημόκριτου, η συγγραφική του δραστηριότητα πρέπει να εκτεινόταν σε μια μεγάλη χρονική περίοδο. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να αποδώσουμε διαφορετικά έργα σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του, αφού κανένα απ’ αυτά τα έργα δε σώθηκε ακέραιο. Ούτε και η δήλωσή του ότι έγραψε το Μικρό διάκοσμο 730 χρόνια μετά την πτώση της Τροίας (απ. Ι) μας βοηθά ιδιαίτερα στη χρονολόγηση του έργου, αφού αγνοούμε πότε τοποθετούσε τον τρωικό πόλεμο ο φιλόσοφος.

Το ύφος του Δημόκριτου επαινούνταν πολύ στην αρχαιότητα και αξιολογούνταν στο ίδιο επίπεδο μ' αυτό του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ήταν ποιητικό, αν και όχι σε στίχο, γοργό και με διαυγή εκφραστικά μέσα, διακρινόταν για τη μορφική του τελειότητα, την εύστοχη χρήση των λέξεων και τη σαφήνεια.

Από τον τεράστιο όγκο των γραπτών του σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα, κυρίως ηθικού περιεχομένου, τα οποία ανευρίσκονται σε μεταγενέστερους συγγραφείς ως παραθέματα ή παραφράσεις. Κύριες πηγές μας για τη φιλοσοφία του είναι ο Αριστοτέλης, ο Θεόφραστος, ο Σέξτος ο Εμπειρικός, ο Αλέξανδρος από την Αφροδισιάδα, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος, ο Σιμπλίκιος. Οι ερμηνείες της φιλοσοφίας του Δημόκριτου, οι οποίες δίνονται απ' αυτούς τους συγγραφείς, αποτελούν οδηγό και για τη σύγχρονη έρευνα. Η τελευταία πρέπει πάντα να είναι προσεκτική κυρίως στην περίπτωση του Αριστοτέλη (και των σχολιαστών του), αφού ο τελευταίος έχει την τάση να παρουσιάζει τις απόψεις των προγενεστέρων του φιλοσόφων μέσα από το πρίσμα της δικής του τελολογικής φιλοσοφίας.

Πολλοί προσπάθησαν να εξηγήσουν το λόγο, για τον οποίο χάθηκαν τα έργα του Δημόκριτου. Άλλοι απέδωσαν την απώλεια στην τύχη, άλλοι στους Επικούρειους, οι οποίοι θα ωφελούνταν από την απώλεια του έργου του Δημόκριτου, καθώς μ’ αυτόν τον τρόπο δε θα ήταν πια φανερή η έλλειψη πρωτοτυπίας της θεωρίας τους. Άλλοι θεώρησαν την απώλεια συνέπεια της κακής φήμης που είχε ο Δημόκριτος ως πρόδρομος των Επικουρείων. Η τρίτη εκδοχή φαίνεται πλησιέστερη στην αλήθεια, αφού ως γνωστόν χάθηκε και το έργο των ίδιων των Επικουρείων.

Άβδηρα


Τα Άβδηρα είναι κωμόπολη του Νομού Ξάνθης της Θράκης στον Νέστο ποταμό. Υπήρξε πατρίδα του φιλόσοφου Δημόκριτου και του σοφιστή Πρωταγόρα, πηγές αναφέρουν ότι τα Άβδηρα ήταν πατρίδα του Λεύκιππου. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει τα Άβδηρα ως Άβδηρον ενώ στη Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου απαντάται και ως (θηλ.) η Άβδηρα

Σύμφωνα με τη μυθολογία, η πόλη ιδρύθηκε από τον Ηρακλή, για να τιμηθεί η μνήμη του συντρόφου του Άβδηρου, ο οποίος κατασπαράχθηκε από τα άλογα του Διομήδη. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, όμως, πρώτος οικιστής υπήρξε ο Κλαζομένιος Τιμήσιος κατά το 654 π.Χ.Η πρώτη αυτή αποικία δεν ευδοκίμησε. Τα Άβδηρα το 545 π.Χ.. ιδρύθηκαν ξανά από τους κατοίκους της ιωνικής Τέω, που έφυγαν από την πατρίδα τους για να αποφύγουν την Περσική υποδούλωση. Οι Τήιοι στην νέα τους πατρίδα έκοψαν νομίσματα, όμοια με εκείνα της Τέω, που έφεραν ως εμπροσθότυπο κεφαλή του Απόλλωνα και στον οπισθότυπο γρύπα.

Καθοριστική για την πορεία της πόλης υπήρξε η παρουσία των Περσών, που άρχισε να γίνεται αισθητή στη Θράκη από το 512 π.Χ. Όταν το 491 π.Χ. ο Μαρδόνιος κυρίευσε τις ελληνικές πόλεις της περιοχής και υπέταξε μερικά από τα θρακικά φύλα, το λιμάνι των Αβδήρων χρησίμευσε ως ορμητήριο των Περσών. Το 480 π.Χ. η πόλη φιλοξένησε τον Ξέρξη και το στρατό του, ενώ το 479 π.Χ. ο βασιλιάς των Περσών φιλοξενήθηκε για μια ακόμη φορά, όταν ηττημένος αποχωρούσε από την νότια Ελλάδα. Ένα χρυσό ξίφος και μια χρυσοποίκιλτη τιάρα ήταν τα δώρα που χάρισε τότε ο Ξέρξης στα Άβδηρα.

Μετά τους Περσικούς πολέμους, τα Άβδηρα γνώρισαν μια μακρά ειρηνική περίοδο μεγάλης οικονομικής και πολιτιστικής ακμής. Έγιναν μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας πληρώνοντας πολύ υψηλό φόρο, ενώ στενές ήταν και οι σχέσεις τους με το ανεξάρτητο θρακικό βασίλειο των Οδρυσών. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος όμως αποδυνάμωσε την πόλη, καθώς επέφερε στάσεις, συγκρούσεις και ανακατατάξεις των συμμαχιών.

Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το πλήγμα που δέχθηκαν τα Άβδηρα το 376 π.Χ. από την εισβολή 30.000 Τριβαλλών, ενός θρακικού φύλου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό των κατοίκων τους. Η πόλη σώθηκε με την επέμβαση του Αθηναίου στρατηγού Χαβρία. Τον επόμενο χρόνο, με τη δύναμή της σημαντικά μειωμένη, αναγκάστηκε να γίνει μέλος της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας και παρέμεινε στη σφαίρα επιρροής των Αθηνών μέχρι το 356 π.Χ. Τη χρονιά εκείνη ο Φίλιππος Β΄ κυρίευσε τα Άβδηρα μαζί με άλλες πόλεις των θρακικών παραλίων.

Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την κατάτμηση του βασιλείου του, τα Άβδηρα γνώρισαν διαδοχικά την κυριαρχία των Μακεδόνων, των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων. Το 170 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Ορτένσιος, με τη βοήθεια των στρατευμάτων του βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β΄, καταλαμβάνει την πόλη, σκοτώνει και εξανδραποδίζει τους κατοίκους της. Η κατάληψη έγινε μετά την προδοσία του Αβδηρίτη Πύθωνος, που υπεράσπιζε το πιο σημαντικό τμήμα των τειχών. Αργότερα οι Αβδηρίτες δικαιώθηκαν από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο.

Στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. οι συγκρούσεις μεταξύ των Μακεδόνων και των Ρωμαίων οδήγησαν στην επικράτηση των Ρωμαίων, οι οποίοι το 167 π.Χ. επέβαλαν την κυριαρχία τους στη Μακεδονία και τη Θράκη. Τα Άβδηρα διατήρησαν τότε το καθεστώς της "ελεύθερης πόλης", η εποχή της ακμής τους όμως είχε πλέον περάσει. Η κατασκευή της νέας βασικής οδικής αρτηρίας, της "Εγνατίας οδού", επιτάχυνε το μαρασμό. Οι πλημμύρες του Νέστου και τα έλη που δημιουργήθηκαν και δεν αποξηράνθηκαν προξένησαν στην πόλη ανυπέρβλητα προβλήματα. Έτσι μετατράπηκαν σταδιακά σε μια μικρή και ασήμαντη πολίχνη των Ρωμαϊκών Χρόνων.

Στο τέλος των αρχαίων χρόνων η πόλη περιορίστηκε στο λόφο της αρχαίας ακρόπολης. Τον 6ο αι. μ.Χ. μετονομάστηκε σε Πολύστυλο εξαιτίας των πολλών στύλων (αρχαίων κιόνων) που διακρίνονταν ανάμεσα στα ερείπια της αρχαίας πόλης. Κατά τη βυζαντινή περίοδο υπήρξε έδρα Επισκοπής. Την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λίγο πριν τις αρχές του 18ου αι., μεταφέρθηκε βορειότερα, στη θέση Παλιόχωρα. Με τη μεταφορά στη νέα θέση υπερίσχυσε το τοπωνύμιο Μπουλούστρα, παραφθορά της ονομασίας "Πολύστυλον".

ΑΜΜΩΝΑΣ ή Άμμων Ρε (ή Ρα)



Σύμφωνα με την αιγυπτιακή μυθολογία, ο θεός Ρα ήταν ο δημιουργός των θεών, των ανθρώπων, του κόσμου. Έμβλημά του ήταν ο ήλιος, το... σύμβολο της ζωής, του φωτός, της γονιμότητας. Έδρα της λατρείας υπήρξε η πόλη Αννού, ή όπως οι αρχαίοι έλληνες την αποκαλούσαν, η Ηλιούπολη, δηλαδή το σημερινό βορινό προάστιο του Καΐρου, Ματάρια. Ας δούμε όμως, αρχικά, πως παριστάνεται ο θεός αυτός στα αρχαιολογικά ευρήματα. Λίγο -πολύ γνωρίζουμε όλοι μας την τάση των αρχαίων Αιγυπτίων να αποδίδουν στους θεούς τους ζωώδη χαρακτηριστικά. Έτσι, λοιπόν, ο θεός αυτός, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Παριστάνεται συνήθως ως άνδρας με κεφαλή ιέρακος. Στο δεξί του τεταμένο-κατά το μήκος του σώματος-χέρι, κρατά το σταυρόσχημο σύμβολο της ζωής(ανγχ). Στο αριστερό του χέρι, αντίθετα, το προτεταμένο, κρατά την ράβδο ή το σκήπτρο της εξουσίας(ουξέρ) ενώ στο κεφάλι του φέρει τον ηλιακό δίσκο με τον ουραίο όφη. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι των λάτρευαν με την μορφή οβελίσκου, όπως δηλαδή λατρεύονταν και πολλές άλλες αρχαίες αιγυπτιακές και αρχαίες ελληνικές θεότητες. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο ναός του ηλίου στην Ηλιούπολη ήταν το ανάκτορο του θεού και το κέντρο της λατρείας του. Θα επιχειρήσουμε τώρα κάτι ακόμη πιο τολμηρό.  Για χιλιάδες χρόνια, ως και σήμερα, όταν οι Αιγύπτιοι θέλουν να πουν "φαίνεται"ή "διακρίνεται" ή "βλέπω" χρησιμοποιούν τη ρίζα "ρα". Η προφορά "ραα" στα αιγυπτιακά σημαίνει "φαίνεται" ενώ το ρήμα "αραου" σημαίνει "βλέπω". "Αουρ", πάλι στα αραβικά, σημαίνει βουνό. Ο παραπάνω συλλογισμός σίγουρα μας θυμίζει το αρχαιοελληνικό ρήμα "οράω", που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα, δηλαδή "βλέπω". Μας θυμίζει επίσης το αρχαιοελληνικό " όρος". Το όρος, δηλαδή το βουνό. Σημείο σε μεγάλο υψόμετρο, από το οποίο μπορούμε να έχουμε ορατότητα. Σημείο που τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στην αρχαία Αίγυπτο, αποτελούσε κατοικία θεών. Το "όρος" είναι φυσικό "όριο". Δηλαδή ορίζει, καθορίζει, περιορίζει μία περιοχή. Μία πολύ γνωστή μας ονομασία πόλεως, η Ιερουσαλήμ, στα αραβικά προφέρεται και γράφεται με την αραβική γραφή "αουρουσαλίμ" και περιλαμβάνει, ως πρώτο συνθετικό της, τη ρίζα "ρα", (αουρ)μεταφραζόμενη ως " το όρος", και δεύτερο συνθετικό, το "σαλίμ" ή "σαλάμ" που σημαίνει "ειρήνη".(Έχετε ακούσει το αραβικό " σαλάμ αλαίκομ"; Σημαίνει "ειρήνη σε εσάς"). Συνεπώς, η ονομασία της πόλεως σημαίνει στην ελληνική " το όρος της ειρήνης".


Πιθανότατα αυτοί οι γλωσσολογικοί συνειρμοί δεν είναι καθόλου τυχαίοι. Ο ήλιος-Ρα ατένιζε από ψηλά τα πάντα, κάθε φορά που πρόβαλε στο ουράνιο στερέωμα. Είχε την παντοκρατορία και τον έλεγχο όλου του κόσμου, όπως οι δικοί μας θεοί του Ολύμπου. Τίποτε δεν μένει κρυφό από τον Ρα. "Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον", έλεγαν οι αρχαίοι έλληνες. Πράγματι, καμία καλοσύνη και καμία αμαρτία δεν μπορούσε να μείνει απαρατήρητη από τον ήλιο. Έτσι, ο ήλιος και το ηλιακό φως θεοποιήθηκε λίγο -πολύ σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς. Θυμηθείτε τον Οιδίποδα. Τυφλώθηκε για να μην αντικρίζει το φως του ήλιου. Και πράγματι, όσοι είχαν διαπράξει μίασμα στην αρχαία ελληνική παράδοση, δηλαδή κάποιο σοβαρό αμάρτημα που απαιτούσε θεϊκή τιμωρία, δεν έπρεπε να βγουν στο φως του ήλιου.

Ο Ρα της Αιγύπτου ήταν ο πρώτος βασιλιάς και ο δημιουργός των πάντων. Πιθανότατα στην Ηλιούπολη, τα λατρευτικά χαρακτηριστικά του αναμείχθηκαν με τα αντίστοιχα του Όσιρη. Από τότε, τα διακοσμητικά πλαίσια, τα οποία αποτελούν τον παραδοσιακό τρόπο για να γράφονται σε αυτά οι τίτλοι των Φαραώ, περιείχαν τον ανάλογο τίτλο που έδειχνε ότι ο βασιλιάς ήταν ο γιος του Ρα. Συχνά, επίσης, ο θεός αυτός ταυτίζεται με τον θεό Ώρο. Όταν ένας Φαραώ πέθαινε, γινόταν ένα με τον Όσιρη ή τον Ρα. Είναι φανερό, συνεπώς, ότι η μυθολογία του Όσιρη και του Ρα έχουν κοινά στοιχεία. Απόδειξη για τον παραπάνω συλλογισμό αποτελεί το εξής κείμενο, σε μετάφραση από τις αρχαίες αιγυπτιακές γραφές: "Ο Φαραώ Τούθμωσης ο Γ' (βασίλεψε περίπου 1479-1425 π.Χ.) ανέβηκε στα ουράνια, ενώθηκε με τον ηλιακό δίσκο. Το σώμα του θεού ενώθηκε με τον απόγονό του. Μόλις χάραξε η άλλη μέρα ο ηλιακός δίσκος φεγγοβόλησε, ο ουρανός αστραποβόλησε, ο Φαραώ Αμενχοτέπ Β' ανέβηκε στον θρόνο του πατέρα του."

Η πιο αρχαία μορφή του αιγυπτιακού μύθου της δημιουργίας, παρουσιάζει τον θεό-ήλιο Ρα, να κάθεται επάνω σε έναν πανάρχαιο λόφο, (συσχετίστε τον λόφο με την γλωσσολογική ανάλυση που προηγήθηκε)και να δημιουργεί τους θεούς, οι οποίοι αποτελούν την ακολουθία του. Ο ίδιος όμως θεός, κατά μίαν άλλη παράδοση, εικονίζεται ότι αναδύεται από τον Νουν, δηλαδή τον αρχέγονο ωκεανό. Ο Ρα, αφού αναδύθηκε από τον ωκεανό, έβαλε σε τάξη τα στοιχεία του χάους, που παρουσιάζονται στα κείμενα ως θεοί με συγκεκριμένες ιδιότητες.

Μία άλλη, πρώιμη μορφή του μύθου, σύμφωνα με τα βιβλία των Πυραμίδων, παριστάνει τον Ρα να αυτογονιμοποιείται και να γεννά τον Σου και την Τεφνέτ, τον αέρα και την υγρασία. Από την ένωση αυτή του ζευγαριού, προκύπτουν ο Γκρέμπ και η Νούτ, ο θεός-γη και η θεά-ουρανός. Άλλος ένας μύθος μας μιλάει για τα γεράματα του Ρα. Συσχετίζεται, θα μπορούσαμε να πούμε, με την καταστροφή του ανθρώπινου γένους, και ίσως με τον γνωστό μας κατακλυσμό. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Ρα γέρασε πολύ και κατάλαβε ότι έχανε την εξουσία του πάνω στους άλλους θεούς και τους ανθρώπους. Σύμφωνα με τις γραφές, τα οστά του κατάντησαν πια αργυρά, η σάρκα του χρυσή και η κώμη του από κυανόλιθο. Κάλεσε, λοιπόν, τους θεούς σε οικογενειακό συμβούλιο, στον ναό του στην Ηλιούπολη, και τους ανακοίνωσε ότι το ανθρώπινο γένος συνωμοτεί εναντίον του. Τότε, ο σοφός θεός και πατέρας του, Νουν, συμβούλεψε τον Ρα να στείλει τον Οφθαλμό του, με την μορφή της θεάς Αθήρ, ενάντια στις ανθρώπινες κοινωνίες.(Στο σημείο αυτό συσχετίστε τον "οφθαλμό" του Ρα με την γλωσσολογική ρίζα "ρα-άραου" που προαναφέρθηκε). Η αθήρ άρχισε το μακελειό και ήταν απίστευτα αιμοδιψής. Όμως ο Ρα δεν επιθυμούσε την καταστροφή όλης της ανθρωπότητας. Επινόησε λοιπόν ένα σχέδιο. Έφτιαξε επτά χιλιάδες πιθάρια με κρίθινη μπύρα, βαμμένη με κόκκινη ώχρα ώστε να μοιάζει με αίμα. Η μπύρα πλημμύρισε τους αγρούς, ώστε την είδε η Αθήρ κι ενθουσιάστηκε. Άρχισε να πίνει την μπύρα και να μεθά, ώστε ξέχασε την οργή της ενάντια στην ανθρωπότητα. Έπειτα από το περιστατικό αυτό, ο θεός Ρα αποχώρησε από τα επίγεια, πάνω σε μία τεράστια ουράνια αγελάδα, η οποία ήταν η θεά Νουίτ, που μεταμορφώθηκε για χάρη του και τον μετέφερε στα ψηλότερα σημεία του ουρανού.

Έπειτα από αυτό το μακελειό, ο Ρα συγχωρεί τους ανθρώπους με έναν όρο: να τελούν στο εξής θυσίες ζώων και όχι ανθρωποθυσίες. Αφήνει πίσω του, ως αντικαταστάτη του, τον θεό Ντούθ, θεό της Φρονήσεως. Ένας άλλος μύθος μας κάνει λόγο για την εξόντωση του Απόφεως, του μεγάλου εχθρού του Ρα. Ο Άποφις είχε τη μορφή φιδιού και, για την εξόντωσή του, πάντα με εντολή του Ρα, εργάστηκαν με οργή όλοι οι θεοί-τέκνα του. Ο αιγυπτιακός πάπυρος αναφέρει: "…γιατί αυτοί (οι θεοί) είχαν πάρει από εμένα (τον Ρα) τη διαταγή να καταστρέψουν τους εχθρούς μου με την ενεργό δύναμη του λόγου τους και έξω απέστειλα αυτούς που γεννήθηκαν από το σώμα μου, για να συντρίψουν τον κακό αυτό εχθρό μου ( δηλαδή τον Άποφι…)"

Ένας άλλος ηλιακός μύθος κάνει αναφορά στο μυστικό όνομα του Ρα. Η γνώση και προφορά του ονόματος αυτού συνδεόταν με μαγικές ιδιότητες. Για τον λόγο αυτό, ο Ρα θέλησε να κρατήσει κρυφό το θεϊκό του όνομα. Στην καρδιά της Ίσιδος, όμως, φώλιασε η επιθυμία να μάθει το όνομα αυτό, ώστε να κερδίσει ένα μέρος από τη δύναμή του και να το χρησιμοποιεί στα μαγικά της ξόρκια.. Γι' αυτό, δημιούργησε ένα φίδι που το τοποθέτησε στον δρόμο από τον οποίο θα περνούσε ο Ρα, ώστε να τον δαγκώσει με το δηλητήριό του. Πράγματι, ο Ρα σύντομα χτυπιόταν από τους πόνους. Το δάγκωμα τον σούβλιζε και τον έκαιγε. Από τις φωνές του Ρα συναθροίζονται οι θεοί, μαζί και η Ίσις. Τότε ο θεός-ήλιος παρακάλεσε την Ίσιδα να τον λυτρώσει από τους πόνους. Αυτή, σαν αντάλλαγμα, του ζήτησε να της αποκαλύψει το μυστικό, μαγικό του όνομα. Τότε ο θεός ξεφώνησε μέσα από τις κραυγές του πόνου του:"είμαι ο Χέφρι το πρωί, ο Ρα το μεσημέρι και ο Άτον το απόγευμα". Η Ίσιδα όμως δεν ήταν ικανοποιημένη από την απάντηση του Ρα. Τελικά συμφωνήθηκε να μάθει μόνο ο θεός Ώρος το μυστικό όνομα, ώστε να συμπληρώσει τη φράση στο μαγικό ξόρκι που θα έλεγε η Ίσιδα για την θεραπεία, και έτσι ο Ρα να θεραπευτεί. Το πρωτότυπο, μάλιστα, κείμενο του μύθου, σωσμένο σε πάπυρο, τελειώνει με οδηγίες, για το πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται τα μαγικά λόγια της Ίσιδος, ώστε να θεραπεύεται κανείς από ένα δάγκωμα φιδιού.

Τέλος, ένας άλλος μύθος ορίζει τον αναπληρωτή του Ρα, τον Θωτ. Ο Θωτ παρουσιάζεται μπροστά στον Ρα, και ο τελευταίος του ανακοινώνει ότι τον έχει επιλέξει ως αναπληρωτή του. Του λέει: "Όπως βλέπεις, εγώ είμαι εδώ στον ουρανό. Στη θέση που μου πρέπει. Εσύ όμως , επιθυμώ να είσαι ο αναπληρωτής μου στον Κάτω Κόσμο και στα σκοτάδια, και να λάμπεις εκεί, επιτηρώντας την τάξη των κατοίκων της περιοχής, ώστε να μην τους ξεσηκώσει ο Άποφις εναντίον μου. Εσύ θα σταθείς στο πόδι μου, θα είσαι ο αναπληρωτής μου. Και θα ονομαστείς Θωτ, ο αναπληρωτής του Ρα." Ο τελευταίος μύθος ίσως εξηγεί γιατί η σελήνη φωτίζει τη νύχτα. Ο Θωτ βασιλεύει στο σκοτάδι, σαν θεός-φεγγάρι, όταν ο θεός-ήλιος Ρα, δύει στο ουράνιο στερέωμα. Μετά από αυτή τη σύντομη αναφορά μας στον θεό Ρα, παρατηρούμε ότι κάποιοι μύθοι των περιοχών της ανατολικής μεσογείου, διαιωνίζονται μέσα στον χρόνο, φτάνοντας ακόμη και στις μέρες μας, μέσω των διάφορων προφορικών και γραπτών παραδόσεων. Παρόμοιους μύθους με αυτούς που συνοδεύουν τον Ρα, συναντάμε και στην αρχαία Μεσοποταμία, στην ουγκαριτική μυθολογία, στην μυθολογία της Βαβυλώνας, των Χετταίων, της Σουμερίας, της Ακκάδ, … ως και την χριστιανική παράδοση…

ΛΑΤΡΕΙΑ


Η κατά την ακμή των Θηβών επιβολή του Ρα ως υπέρτατου θεού της Αιγύπτου υπήρξε η αιτία να αναθεωρηθεί η περί αυτού θεολογική αντίληψη. Τα αρχαία κείμενα ερμηνεύτηκαν κατά σύμφωνο τρόπο προς την λατρεία του Άμμωνα και πανταχού αλλοιώθηκαν προς έξαρση της απολύτου αυτού υπεροχής. Ολόκληρο το παλιό θρησκευτικό σύστημα προσαρμόσθηκε ασυναίσθητα με τις νέες ιδέες και την νέα κοσμολογία και θεογονία διαπλάσηκε παριστάνοντας τον μοναδικό θεό δημιουργό. Ο Άμμων Ρα είναι πλέον αυτός ο ήλιος και όχι η ψυχή του ήλιου.

ΛΑΤΡΕΙΑ ΕΚΤΟΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ

Διαδόθηκε τάχιστα ως τις γειτονικές χώρες π.χ. εις την Συρία , Καρχηδόνα, Β. Αφρική, Μάλτα, Σικελία, Σαρδηνία ως ελ Χαμμάν, «υπηρέτης του Θεού». Παρά τις ερμηνείες δεν εξηγήθηκε πλήρως αυτή η θεότητα αλλά πιθανότερα είναι η θεότητα του «Κυρίου των Κιόνων» δηλαδή που ενσαρκώνεται εντός ιερού λίθου και λατρεύονταν υπό μορφή κίονος ως ο «Βαίτυλος». Από όταν όμως ο Μ. Αλέξανδρος άρχισε να τιμάται ως υιός του Αιγυπτιακού Διός Άμμωνος συγχωνεύθηκε και ο φοινικικός Άμμωνας προς τον Αιγυπτιακό και προς τον θεοποιηθέντα Μ. Αλέξανδρο γι’ αυτό αναγράφονταν ελληνιστί «Χνούβει τε και Άμμωνος». Κατά τους μεταγενέστερους Εθνικούς χρόνους εξήρθη ο Άμμων αυτός ως υψίστη θεότητα του ουρανού και γι’ αυτό μεταφράζεται από τους Ρωμαίους ως Σατούρνος δηλαδή Κρόνος.


ΧΡΗΣΜΟΙ

Οι χρησμοί του Άμμωνα δίνονταν όχι με λόγια αλλά με σημεία σε χώρο όπου υπήρχε πηγή «Η κρήνη του Ήλιου» που είχε περίεργες ιδιότητες και τις οποίες διατηρεί έως σήμερα όπως επιβεβαίωσαν οι περιηγητές δηλαδή το νερό το πρωί ήταν χλιαρό, το μεσημέρι ψυχραίνονταν και το βράδυ ζεσταίνονταν + 2 βαθμούς. Πάνω λοιπόν στα νερά αυτά τοποθετούταν ένα καράβι πάνω στο οποίο υπήρχε το άγαλμα του Θεού Άμμωνα. Ανάλογα με τις κινήσεις του καραβιού, «από τον θεό», δίδονταν και οι κατάλληλοι χρησμοί.




pnevma.gr
e-telescope.gr
http://strange-omniverse.blogspot.com 

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Αρχαία Μαρώνεια

Η Μαρώνεια ήταν αρχαία πόλη της Θράκης, χτισμένη στην περιοχή του σημερινού νομού Ροδόπης, κοντά στις ακτές του Αιγαίου. Βρισκόταν κοντά στην θέση της Ομηρικής θρακικής πόλης Ίσμαρος.
Η πόλη ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ από Χίους αποικιστές. Η παράδοση μεταφέρει την ίδρυση της πόλης παλαιότερα, θεωρώντας ιδρυτή της τον ιερέα Μάρωνα ο οποίος αναφέρεται στην Οδύσσεια του Ομήρου. Η πόλη εξελίχθηκε σε ισχυρή τοπική δύναμη. Το τείχος της ξεπερνούσε σε περίμετρο τα 10 χιλιόμετρα γεγονός που φανερώνει πως ήταν πολυάνθρωπη. Τον 5ο αιώνα η πόλη εντάχθηκε στην Αθηναϊκή συμμαχία. Η Μαρώνεια άκμασε ιδιαίτερα κατά τον 4ο αιώνα κάτι που της έδωσε την δυνατότητα να κόψει χρυσό νόμισμα. Το 350 π.Χ. υποτάχθηκε στο Μακεδονικό Βασίλειο του Φιλίππου. Μετά το 190 π.Χ. Θράκες πρόσφυγες ίδρυσαν μιαν άλλη Μαρώνειαστην εύφορη Σελευκίδα.Η πόλη γνώρισε μία δεύτερη ακμή κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Από τον 4ο αιώνα μ.Χ. έγινε έδρα επισκοπής. Κατά τον 6ο και 7ο αιώνα ο πληθυσμός της πόλης περιορίστηκε εξαιτίας συχνών πειρατικών επιδρομών. Η θέση της βυζαντινής Μαρώνειας βρίσκεται στο λιμάνι τουΑγίου Χαραλάμπους, γνωστό και ως Παληόχωρα. Η Μαρώνεια τον 11ο αιώνα προβιβάστηκε σε αρχιεπισκοπή και συνέχισε να ακμάζει μέχρι τον 13ο αιώνα.Ο σημερινός οικισμός βρίσκεται σε πλαγιά του Ισμάρου και μεταφέρθηκε εκεί το 17ο αιώνα λόγω των πειρατικών επιδρομών. Σήμερα διατηρούνται αρκετά ίχνη από την αρχαία πόλη. Ξεχωρίζει το αρχαίο θέατρο το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει η ανακαίνισή του. Κοντά στον αρχαιολογικό χώρο βρίσκεται ο σύγχρονος ομώνυμος οικισμός.