ΟΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ

ΟΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ

ΛΑΟΣ ΠΟΥ ΧΑΝΕΙ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

ΖΗΝΩΝ Ο ΕΛΕΑΤΗΣ 494 - 435 π.Χ.


Ζήνων ο Ελεάτης – Γεννήθηκε το 494 πΧ. στην Ελέα της Ιταλίας όπου και πέθανε το 435(;) πΧ. Γιος του Τελευταγόρα και αγαπημένος μαθητής του Παρμενίδη μαζί με τον οποίον θεμελίωσαν την Ελεατική φιλοσοφική σχολή. Παρουσίασε σπουδαίο φιλοσοφικό κυρίως έργο που εφάπτεται στη σύγχρονη θεώρηση των Μαθηματικών. Η κύρια πηγή πληροφοριών μας για αυτόν είναι το έργο του Πλάτωνα – Παρμενίδης.
Το πνεύμα των Μαθηματικών στους αρχαίους μπορούμε να πούμε πως οδηγείται από δύο δαφορετικές κινητήριες δυνάμεις. Απο τη μία έχουμε ένα ρεύμα που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως προοδευτικό με μαθηματικούς οπώς ο Εύδοξος και ο Αρχιμήδης και από την άλλη ένα πιο –με πολύ χαλαρή χρηση της λέξης- συντηρητικό με μαθηματικούς όπως ο Ζήνων και ο Ευκλείδης. Οι μεν πρώτοι πραγματεύτηκαν έννοιες που οδηγούν κατευθείαν στη σύγχρονη Μαθηματική Ανάλυση και πέτυχαν τολμηρά -και πολλές φορές πολύ αμφισβητήσιμα…- αποτελέσματα, ενώ οι δεύτεροι έμειναν προσκολλημένοι σε πιο γεωμετρικές αρχές επιτυγχάνοντας ένα πλούτο μαθηματικής γνώσης στερούμενης λαθών και αντιφάσεων αλλα αρκετά κενής απο νέα μαθηματική αλήθεια….. Σίγουρα συνεχιστής της δεύτερης αυτής «σχολής» -στο πνεύμα τουλάχιστον- μπορεί να χαρκτηριστεί ο Kronecker που με την οξύνοια του κατέκρινε τις μεθόδους του Απειροστικού Λογισμού, ενώ στον αντίποδα στέκουν επιστήμονες όπως ο Newton, ο Leibniz και βέβαια οι θεμελιωτές της συγχρονης Ανάλυσης Weierstrass, Cantor, Dedekind κλπ.
Όλη αυτή η μεγάλη εισαγωγή έγινε για να σας προετοιμάσει για τον προσωπικά αγαπημένο μου αρχαίο μαθηματικό [αν και ασχολήθηκε κυρίως με φιλοσοφικά θέματα που ανήκουν στη σφαίρα της Λογικής, αλλά τι άλλο είναι τα συγχρονα μαθηματικά (λέγε με Θεμελίωση των Μαθηματικών];;; -διαβάστε και κανένα Logicomix επιτέλους!) τον Ζήνωνα τον Ελεάτη. Πρόκειται για ένα χωριατόπαιδο που οι πηγές (όχι πάντα αξιοπιστες) λένε πως ήταν πλήρως αυτοδίδακτος. Το καλό μας χωριατόπαιδο λοιπόν φτάνει στην Αθήνα σε μια ηλικία μεταξύ 30 και 45 ετών (οι πηγές που λέγαμε) και αποστομώνει τα μεγάλα μυαλά της διανόησης με τα περίφημα 4 παραδοξά του. (Δεν πρόκειται για τον πατέρα του παράδοξου,τίτλος που παέι αναμφισβήτητα στον Επιβουλίδη ή Ευβουλίδη με το διάσημο παράδοξο του ψεύτη, αλλά σίγουρα πήγε την έννοια… καμια εκατοστή βηματα παρακάτω!!).
Το πιο γνωστό από αυτά , το οποίο υπάρχει και σε ένα βιβλίο μαθηματικών γυμνασίου πια (σαν ιστορική αναφορά – μα επιτέλους μόνο εγώ τις διάβαζα αυτές τις ροζ σελιδούλες;;), είναι βέβαια το παράδοξο του Αχιλλέα. Το – ομολογουμένως σουρεαλιστικό σκηνικό – είναι ότι ο Αχιλλέας κάνει αγώνα δρόμου με μια χελώνα και σαν τζεντλμαν αφήνει την αργή χελωνα να ξεκινήσει πρώτη. Όλοι μας ξέρουμε ότι στην πράξη ο Αχιλλέας όχι απλά θα φτάσει αλλά θα ξεπεράσει τη χελώνα με χαρακτηριστική άνεση (σώπα….). Γιά να το σκεφτούμε λοιπόν με διάθεση Αρχαιοελληνική….. Αφού η χελώνα ξεκίνησε πρώτη, τη στιγμή που ξεκινάει ο Αχιλλέας αυτή θα βρίσκεται σε μια απόσταση Α βήματα μακριά του. Τη στιγμη που Αχιλλέας έχει καλύψει αυτά τα Α βήματα η χελώνα θα έχει κάνει μερικά βήματα ακόμα, έστω Β βήματα ακόμα (ομολογουμένως λίγα ακόμα, αλλά αφού κινείται δε θα βρίσκεται ακόμα στη θέση Α). Όταν ο Αχιλλέας καλύψει και αυτά τα Β βήματα η χελώνα και πάλι θα έχει διανύσει λίγη απόσταση ακόμα , έστω Γ βήματα , άρα και πάλι θα βρισκεται μπροστά από τον Αχιλλέα. Συνεχίζοντας επαγωγικά το συλλογισμό μας οδηγούμαστε στο συμπερασμα ότι ο Αχιλλέας δε θα ξεπεράσει ΠΟΤΕ τη χελώνα!!!!! Αυτό είναι ένα τυπικό δείγμα του πώς μπορούμε, μέσα απο φαινομενικά απλές διαδικάσίες, να οδηγηθούμε σε παράδοξα αποτελέσματα όταν διαχειριζόμαστε το άπειρο. Τα άλλα παράδοξα του Ζηνωνα αφορούσαν, όπως και αυτό του Αχιλλέα, τα φαινόμενα που παρατηρούνται κατά την κίνηση και ήταν το παράδοξο του βέλους, του σταδίου και του κινούμενου σώματος (παράδοξο της Διχοτόμησης). Δε θα ασχοληθούμε με αυτά καθως ο τρόπος προσέγγισης τους είναι πιο φιλοσοφικός, αλλά είναι όλα ενδείξεις του πνεύματος του Ζηνωνα. Ο Φιλόσοφος-Μαθηματικός πιθανότατα διαισθητικά αντιλήφθηκε τη διαφορετικότητα των φαινομένων που παρατηρούνται όταν ένα σώμα κινείται. Πολύ χοντρικά θα λέγαμε ότι και εδώ έχουμε να κάνουεμ με την αντίθεση διακριτού (σώμα σε στάση) και συνεχούς(σώμα σε κίνηση).
Ο Ζήνων ήταν ένας μη-παραγωγικός μαθηματικός. Ακριβολογώντας μπορούμε με ασφάλεια να πούμε πως δεν παρήγαγε κανένα νεο μαθηματικό ή φιλοσοφικό αποτέλεσμα!!! Ο Σένεκας μερικούς αιώνες αργότερα θα έλεγε αναφερόμενος στις διδασκαλίες της Ελεατικής σχολής: «Αν ακολουθήσω τον Παρμενίδη θα μείνω μόνο με το ΕΝΑ, αλλά αν ακολουθήσω τον Ζήνωνα το χάνω κι αυτό…». Ήταν όμως «σπεσιαλίστας» στο να αντικρούει συλλογισμούς αντιπάλων μαθηματικών και φιλοσόφων σε εκνευριστικό σημείο… Αυτός ο καταστροφικός, αναρχικός μαθηματικός βρέθηκε στη ζωή του αντιμέτωπος με τον τύρρανο της Ελέας (Δέμυλο ή Νέαρχο σύμφωνα με άλλους) και υπάρχει το γνωστό ανέκδοτο σύμφωνα με το οποίο ο Ζηνων αρνήθηκε να συνεργαστεί μαζί του και μάλιστα έκοψε τη γλώσσα του με τα ίδια του τα δόντια και την έφτυσε στο πρόσωπο του τύρρανου!!

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο ΕΛΕΑΤΗΣ


Ο Παρμενίδης γεννήθηκε στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας στα τέλη του 6ου αι. Π.Κ.Ε., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων.
Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.
«αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα».
Παρουσιάζοντας τα φαινόμενα ως όντα, εισάγεται στο ποίημα το είναι και γεννιέται εκείνος ο κλάδος της φιλοσοφίας που ονομάζεται Οντολογία, δηλαδή λόγος περί του όντος, περί του είναι. Σε αντίθεση με τους Ίωνες ο Παρμενίδης δεν ρωτά για το τι των όντων, αλλά στρέφει την προσοχή μας στο είναι. Σε ένα άλλο απόσπασμα αντιδιαστέλλει το είναι, την ύπαρξη των όντων με το μηδέν και το απορρίπτει, μη αποδεχόμενος τη σύλληψη του απόλυτου μηδενός ως αντίθετου στο είναι. Παρόλο που αναφέρει αρχικά τις δύο οδούς του είναι και του μηδενός ως τις μόνες που μπορούν να νοηθούν, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η οδός του «είναι» είναι η μόνη αληθινή και ότι μόνον το είναι μπορεί να αποτελέσει αυθεντικό αντικείμενο της νόησης. Η νόηση εδώ δεν εξαρτάται βέβαια από τις αισθήσεις, αλλά εισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.
Άσχετα από τη μεταβολή των εξωτερικών πραγμάτων το είναι, που αφορά αδιακρίτως κάθε ον, αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο της Αλήθειας, η οποία δεν αρνείται τον Κόσμο και την πολλαπλότητα, την κίνηση και την πολυμορφία, αλλά υπογραμμίζει την ενότητα και συνέχεια που τον διέπει, αν φυσικά τον δούμε γεμάτο από το είναι.
Στο δεύτερο τμήμα του ποιητικού του έργου, η θεά επικρίνει τους ανθρώπους που διχοτομούν τον κόσμο επηρεασμένοι από τις αισθήσεις τους, κατατάσσοντας τα όντα στις δύο αλληλοαποκλειόμενες και αντίθετες μορφές του φωτός και της νύκτας.
Κατόπιν η θεά παραθέτει τη γένεση και την παρούσα κατάσταση του κόσμου, όπως προκύπτει από την ανάμειξη του φωτός και της νύκτας, παραθέτοντας ουσιαστικά την κοσμογονία και την κοσμολογία του φιλόσοφου. Έχουμε, λοιπόν, για πρώτη φορά την ανάπτυξη ενός δυιστικού φιλοσοφικού συστήματος, αντίθετου με το μονιστικό Ιωνικό σύστημα της μίας αρχής του κόσμου. Ο Παρμενίδης χρησιμοποιεί δύο ισότιμες αρχές-μορφές, που με τη συνεργασία τους και την ανάμειξή τους δημιουργούν τον κόσμο και τον διέπουν.
Ο μονισμός της Αλήθειας και ο δυισμός της Δόξας δε βρίσκονται σε αντίθεση, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται και συνδέονται στενά. Η Αλήθεια ασχολείται με το αμετάβλητο είναι, ενώ η Δόξα με το κοσμικό γίγνεσθαι. Ανάμεσα στα δύο τμήματα το τμήμα της Αλήθειας ήταν εκείνο που επηρέασε την εξέλιξη της ελληνικής φιλοσοφίας περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο προσωκρατικό κείμενο. Η επίδρασή του είναι εμφανής τόσο στους μεταγενέστρεους προσωκρατικούς όσο και στο έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη
 
Ο Παρμενίδης αναζήτησε κι αυτός το στοιχείο που ενοποιεί τον κόσμο. Σε αντίθεση όμως με τους Ίωνες φιλοσόφους δεν αναζητεί την ενότητα σε μια φυσική ουσία αλλά στην ίδια την οντότητα των πραγμάτων που μας περιβάλλουν: στο ότι όλα τα όντα και όλα τα πράγματα είναι.

Έγραψε κατά το πρότυπο του Ομήρου του Ησιόδου και του Ξενοφάνη, σε δακτυλικό εξάμετρο στίχο, επειδή ήθελε να παρουσιάσει τη φιλοσοφία του ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προοίμιο περιγράφει το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα και καθοδηγείται από τις κόρες του Ήλιου. Οδηγείται έτσι σε μια ανώνυμη θεά που του αναγγέλλει την φιλοσοφική σκέψη. Ο λόγος της θεάς χωρίζει σε δυο τμήματα: στην αλήθεια (έχουν διασωθεί 44 στίχοι) και στη δόξα (της οποίας έχει διασωθεί το μεγαλύτερο μέρος)

Κατηγορεί τις ανθρώπινες γνώμες (δόξαι) για έλλειψη πίστης αληθινής. Η θεά στρέφεται στο αντικείμενο των γνωμών, στα φαινόμενα προστάζοντας τον θεατή να τα καταλάβει και να τα κατανοήσει. Με τον τρόπο αυτό εισάγεται στο ποίημα το «είναι» και γεννιέται ο κλάδος της φιλοσοφίας που λέγεται οντολογία.

- Συνδέει την έννοια του είναι με εκείνη των φαινόμενων και του κόσμου.
Η οδός του «είναι» χαρακτηρίζεται ως οδός της πειθούς γιατί ακολουθεί την αλήθεια.
- Η ύπαρξη των όντων το «είναι» αντιδιαστέλλεται προς το μηδέν και προσδιορίζεται ως άρνηση του μηδενός και απόρριψή του. Απορρίπτει δηλαδή την νοητική και γλωσσική σύλληψη και έκφραση του απόλυτου μηδενός ως αντίθετο του είναι.
- Θεωρεί ότι μόνο το είναι μπορεί να αποτελέσει αυθεντικό αντικείμενο του νοείν. Αντιλαμβάνεται τη νόηση ως ικανότητα που δεν εξαρτάται από τις αισθήσεις αλλά διεισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.
- Το νοείν συλλαμβάνει το είναι και ταυτίζεται μαζί του, δηλώνοντας την αμοιβαία τους εξάρτηση.
- Η οδός του είναι έχει 4 σήματα που υποδεικνύουν τους σημαντικότερους κινδύνους εκτροπής από την οδό. Τα σήματα αυτά κάνουν λόγο για το «ΕΟΝ» Ιωνικά τύπος του ον) περιγράφοντάς το ως αγέννητο και ανώλεθρο, όμοιο και αδιαίρετο, ακίνητο και τέλειο και το παρουσιάζει με σφαίρα ολοστρόγγυλη.
- Το «ΕΟΝ» δεν δημιουργήθηκε εκ του μηδενός ούτε θα καταστραφεί. Δεν ανήκει σε παρελθόν, παρόν, μέλλον. Δεν παρουσιάζει διαφοροποιήσεις και μετατροπές. Είναι μοναδικό και συνεχές τα όρια που το περικλείουν διαφυλάσσουν την πεπερασμένη ακεραιότητα του.
Το ΕΟΝ είναι συνώνυμο του είναι. Π.χ. φλιτζανάκι που σπάει και τα θρύψαλα του θα είναι
-Το είναι που αφορά αδιακρίτως κάθε όν αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο της αλήθειας, υπογραμμίζοντας την ενότητα και συνέχεια που διέπει τον κόσμο ο οποίος είναι γεμάτος από είναι..

Η κοσμολογία του Παρμενίδη περιγράφεται ως θεία αποκάλυψη. Θεωρεί ότι η γένεση και τωρινή κατάσταση του κόσμου προκύπτει από την ανάμειξη και σύνδεση των μορφών του φωτός και της νύχτας. Στη βάση του κόσμου βρίσκεται η ανάμειξη των δυο μορφών, οι οποίες μεταμορφώνονται και αναμιγνύονται σε κοσμικές δυνάμεις που από κοινού δημιουργούν και κυβερνούν τον κόσμο, ενυπάρχοντας σε διαφορετική αναλογία μέσα σε κάθε φαινόμενο.

Αναπτύσσεται για πρώτη φορά ένα δυϊστικό φιλοσοφικό σύστημα. Αντίθετα από τους Ίωνες που αναζητούσαν μια αρχή ο Παρμενίδης προσφεύγει σε δυο ισότιμες μορφές – αρχές που με τη συνεργασία και την ανάμειξή τους δημιουργούν τον κόσμο.

Θεωρούσε ότι ο νεκρός δεν αισθάνεται το φως και τη θερμότητα και τη φωνή, έχει όμως την αίσθηση του κρύου και της σιωπής. Αν δηλαδή οι νεκροί αισθάνονται δεν περνούν στην ανυπαρξία αλλά εξακολουθούν να συμμετέχουν στο είναι έστω και με διαφορετικό τρόπο. Ό θάνατος δηλ. δεν οδηγεί στην ανυπαρξία αφού ο νεκρός δεν είναι μηδέν αλλά είναι. Αισθάνεται και αναμένει την επιστροφή του στον ορατό κόσμο. (μετεμψύχωση)

Το τμήμα της Αλήθειας επηρέασε τόσο τους μεταγενέστερους προσωκρατικούς όσο τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Η επίδραση στον κοσμολογικό και κοσμογονικό στοχασμό υπήρξε καταλυτική. Ο κόσμος παύει να αντιμετωπίζεται ως αποτέλεσμα γένεσης ( η κοσμογονία εκλείπει). Οι κοσμικές μεταβολές περιγράφονται ως αποτέλεσμα ένωσης, μείξης, αλληλεπίδρασης ορισμένων στοιχείων. Τα στοιχεία αυτά φέρουν τα χαρακτηριστικά του είναι.

Στην ονομαζόμενη Ελεατική σχολή ανήκει ο Παρμενίδης, ο Μέλισσος και ο Ζήνωνας.
Α) Θεωρείται ότι ο όρος σχολή είναι παραπλανητικός και αναχρονιστικός για τον 5ο αιώνα
Β) Ο Μέλισσος δεν ήταν καν Ελεάτης αλλά ένας Σάμιος ναύαρχος ο οποίος επιχειρώντας να φιλοσοφήσει χρησιμοποίησε πολλούς από τους όρους του Παρμενίδη.
Γ) Ο Ζήνωνας υπήρξε Ελεάτης και ένας ενδιαφέρων στοχαστής. Επηρεάστηκε από τον τρόπο επιχειρηματολογίας του Παρμενίδη και τον ανέπτυξε περαιτέρω. Ο Αριστοτέλης τον χαρακτήρισε ως επινοητή της διαλεκτικής. Χρησιμοποιώντας την «είς άτοπον απαγωγή» του Παρμενίδη προσπάθησε να απορρίψει την κίνηση και την πολλαπλότητα του κόσμου. Περίφημες είναι οι τέσσερις αντινομίες που κατά την γνώμη του απορρέουν από την παραδοχή ότι υπάρχει κίνηση. Τα ζητήματα που θίγουν οι αντινομίες ( συνέχεια, ασυνέχεια, άπειρο και πεπερασμένο) απασχόλησαν μαθηματικούς και φιλοσόφους ως τις μέρες μας.

«Εις άτοπο απαγωγή»: Βασικό στοιχείο της Παρμενίδειας συλλογιστικής η οποία εκκινεί από μια υπόθεση, εξετάζει τις συνέπειές της αποδεικνύοντας τον «άτοπο» και παράλογο χαρακτήρα της και ακολούθως επιστρέφει στην αρχική υπόθεση για να την απορρίψει.

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ Ο ΚΟΛΟΦΩΝΙΟΣ


Ο Ξενοφάνης γεννήθηκε το 570 π.Χ. και πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία. Στα είκοσι πέντε του χρόνια εγκαταλείπει τον Κολοφώνα για να γλιτώσει από την εισβολή των Περσών, πηγαίνει αρχικά στην Ελλάδα κι αργότερα στην Ελέα και στις Συρακούσες. Πέρασε τη ζωή του περιπλανώμενος από πόλη σε πόλη και απαγγέλλοντας ποιήματα, ίσως μάλιστα να ήταν και ραψωδός. Όντας εξαιρετικά φτωχός, έγραφε ιάμβους και ελεγείες, με­ταξύ των οποίων εποποιίες για την ίδρυση του Κολοφώνα και της Ελέας. Δεν μας απομένουν πια παρά ορισμένα αποσπάσματα από τις Ελεγείες του και τους Σίλλους (δηλ. σάτιρες), ενώ μια παράδοση του αποδίδει ακόμα ένα εκτενές ποίημα με τίτλο Περί Φύσεως. Γελοιοποιούσε τον Πυθαγόρα, γνωρίστηκε πιθανότατα με τον Αναξίμανδρο τον Μιλήσιο αλλά και εθε­ωρείτο από τον Ηράκλειτο πολύξερος δίχως μυαλό (απ. 40).
Συχνά αναφέρεται ως ιδρυτής του ελεατισμού, ήδη από την αρχαιότη­τα όμως ορισμένοι τον θεωρούσαν σκεπτικιστή και παρέπεμπαν στο από­σπασμα 34: «Θνητός όμως κανείς δεν είδε την καθαρή αλήθεια ούτε θα ιδεί για τους θεούς και για όσα λέγω τούτα. Κι αν κάτι να πει τέλειο πιο πάνω απ' όλους τύχει, δεν το γνωρίζει: πλέκεται μέσα στα πάντα η γνώμη (δάκος*)». Για πρώτη ίσως φορά στην ελληνική φιλοσοφία, φαίνεται πραγ­ματικά να αντιπαρατίθενται γνώση και επίφαση / γνώμη, καθώς ο Ξενο­φάνης αποδίδει την πραγματική γνώμη στους θεούς και στους ανθρώπους την εικασία. Δεν λέει άλλωστε στο απόσπασμα 18 ότι: «Δεν φανέρωσαν στους θνητούς οι θεοί απ' αρχής τα πάντα, μα το καλύτερο με τον καιρό ζητώντας βρίσκουν»; Δύο μαρτυρίες, που, είναι αλήθεια, έχουν ερμηνευ­τεί με διαφορετικό τρόπο, μια του Πλάτωνα κι η άλλη του Αριστοτέλη, θέλουν τον Ξενοφάνη ιδρυτή της Ελεατικής Σχολής: «Το γένος των Ελεατών, που ξεκίνησε από τον Ξενοφάνη κι απ' ακόμα πιο ψηλά, δεν βλέπει σ' αυτό που ονομάζουμε Όλον παρά μόνον ενότητα» (Σοφιστής 242)· ο Αριστοτέλης, από την άλλη, θεωρεί τον Ξενοφάνη τον παλαιότερο από τους οπαδούς της ενότητας και τον υποτιθέμενο δάσκαλο του Παρμενίδη (Μετά τα Φυσικά, 1,986 Β 21). Αποφεύγοντας να εμπλακούμε σε ανταγω νισμούς στείρας πολυμάθειας αλλά και δίχως να υποτιμούμε τις δυσκο­λίες, φαίνεται πως μπορούμε να δούμε στο πρόσωπο του Ξενοφάνη αν όχι τον πραγματικό ιδρυτή της Σχολής της Ελέας, τουλάχιστον όμως τον πι­θανό εμπνευστή του Παρμενίδη.
Υπάρχει ωστόσο τουλάχιστον ένα σημείο για το οποίο κείμενα και κρι­τικές δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας: ότι ο Ξενοφάνης υπήρ­ξε ο θεμελιωτής του πρώτου εγχειρήματος απομυθολογικοποίησης. Δεν παύει ούτε στιγμή να καταγγέλλει τις ανθρωπομορφικές και γελοιογραφικές παραστάσεις των ανθρώπων για το θείο. Σκανδαλίζεται κατ' αρ­χήν από τα αφηγήματα του Ομήρου και του Ησιόδου, που «όλα τα φόρτω­σαν στους θεούς, ψεγάδια και ντροπές που βρίσκονται μέσα στους αν­θρώπους, να κλέβουν, να μοιχεύουν, ν' απατούν ο ένας τον άλλο» (απ. 11)· στη συνέχεια υπογραμμίζει πως οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τους θεούς κατ' εικόνα τους: «Οι θνητοί θαρρούνε πως οι θεοί γεννιούνται σαν κι αυτούς και τη δικιά τους φορεσιά, φωνή, μορφή πως έχουν» (απ. 14). Οι απεικονίσεις των θεών είναι ανάλογες με την ανθρώπινη πηγή τους, γι' αυτό και «Οι Αιθίοπες λένε πως οι θεοί τους είναι σιμοί και μαύροι κι οι Θρά­κες κοκκινόμαλλοι, γαλανομάτες» (απ. 16). Κι ακόμα περισσότε­ρο θα μπορούσαμε να πούμε πως «αν είχαν τα βόδια χέρια, τ' άλογα και τα λιοντάρια, για να μπορούν σαν τους θνητούς να ζωγραφίζουν έργα, τ' άλογα όμοια με τ' άλογα, τα βόδια με τα βόδια θα ζωγράφι­ζαν τις μορφές των θεών και σώματα θα φτιάχναν τέτοια καθώς η είδη του καθενός τους θα 'ταν» (απ. 15).
Αυτή η απομυθολογικοποίηση συνοδεύεται από μια τέτοια θετική σύλ­ληψη του Θεού, που ορισμένοι θέλησαν να δουν στο πρόσωπο του Ξενο­φάνη τον πρώτο πραγματικά μονοθεϊστή Έλληνα στοχαστή. Το ζήτημα ωστόσο είναι περιπλοκότερο απ' ό,τι αρχικά φαίνεται: το κείμενο του βέ­βαια αναφέρει «εις θεός...» (απ. 23) αλλά προσθέτει «εντε θεοισι και ανθρώποισι μέγιστος*» (όπ.π.) ενώ στις Ελεγείες του γράφει πως «πρέπει οι άνθρωποι να γιορτάζουν τους θεούς με χαρωπά τραγούδια, με μύθους ιερούς κι αμόλυντες κουβέντες», κι αυτός που έκανε σπονδή και προσευ­χές «δε θα υμνήσει τις μάχες των Τιτάνων ούτε των Γιγάντων ούτε και των Κενταύρων - αυτά είναι επινοήσεις των αρχαίων - αλλ' ούτε και τις θύ­ελλες των εμφυλίων πολέμων, όπου κανένα καλό δεν βρίσκεις, κι όμως θα είναι γεμάτος σεβασμό για τους θεούς» (απ. 1). Τέτοιες διατυπώσεις πείθουν ενδεχομένως για την παρουσία ενός είδους πολυθεϊσμού: φαίνε­ται όμως τελικά πως η απόφανση, σύμφωνα με την οποία πρέπει να μιλά­με για έναν μοναδικό Θεό, δεν έρχεται αναγκαία σε αντίφαση με αυτές όπου γίνεται λόγος για περισσότερους θεούς. Είναι, πράγματι, πιθανόν οι θεοί για τους οποίους μιλά ο Ξενοφάνης να μην είναι παρά προσωποποιή­σεις φυσικών δυνάμεων, σαν κι αυτές που είχαν οδηγήσει τον Θαλή να πει «πάντα πλήρη θεών είναι». Όπως και να 'χει όμως το πράγμα, ο Ξενο­φάνης τονίζει πως ο μοναδικός Θεός δεν μοιάζει με τους ανθρώπους ούτε στο νου ούτε στη μορφή (απ. 23), «όλος στοχάζεται, όλος θωρεί κι όλος ακούει» (απ. 24) και «δίχως μόχθο με του νου τη δύναμη τα πάντα κρα­δαίνει» (απ. 25).
Ο Ξενοφάνης λοιπόν καταφάσκει την ενότητα των πάντων, την ενότη­τα και τη μοναδικότητα του Είναι, ιδέες που με τον Παρμενίδη θα αποτε­λέσουν την καρδιά πλέον του ελεατικού δόγματος

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

EΠΙΚΟΥΡΟΣ Ο ΣΑΜΙΟΣ 342 - 271 π:Χ.


Ο Επίκουρος γεννήθηκε κατά το τρίτο έτος της εκατοστής ενάτης ολυμπιάδος, στις επτά του μηνός Γαμηλιώνος (341 π.χ.). Ήταν Αθηναίος πολίτης και ανήκε στο γένος των Φιλαϊδών. Πατέρας του ήταν ο Νεοκλής και μητέρα του η Χαιρεστράτη. Γεννήθηκε στο Δήμο Γαργηττού της Αττικής, αλλά ανατράφηκε στη Σάμο, όταν η οικογένειά του μετέβηκε στο νησί ως κληρούχος.
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ ΚΑΙ ΧΑΙΡΕΣΤΡΑΤΗΣ, ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΓΑΡΓΗΤΙΟΣ, ΓΕΝΟΥΣ ΦΙΛΑΪΔΩΝ .... ΚΛΗΡΟΥΧΗΣΑΝΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΤΗ ΣΑΜΟΝ ΕΚΕΙΘΙ ΤΡΑΦΗΝΑΙ.(Διογένης Λαέρτιος – Βίοι Φιλοσόφων- Επίκουρος 1.1)
Ήρθε σε επαφή με τη φιλοσοφία στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών. Σύμφωνα με τις πηγές την εποχή αυτή στράφηκε προς τη φιλοσοφία επειδή οι γραμματοδιδάσκαλοί του δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν τις απόψεις του Ησίοδου περί χάους, δηλαδή να εξηγήσουν τη θέση του Ησίοδου ότι αφού στην αρχή υπήρχε το χάος(ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ ΤΟ ΧΑΟΣ) πως το χάος εγεννήθη(ΤΟ ΧΑΟΣ ΠΟΘΕΝ ΓΕΝΝΗΘΗ).
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ Δ’ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΕΝ ΤΩ ΠΡΩΤΩ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΒΙΟΥ ΦΗΣΙΝ ΕΛΘΕΙΝ ΑΥΤΟΝ ΕΠΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΝ ΚΑΤΑΓΝΟΝΤΑ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΩΝ ΕΠΕΙΔΗ ΜΗ ΕΔΥΝΗΘΗΣΑΝ ΕΡΜΗΝΕΥΣΑΙ ΑΥΤΩ ΤΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΡ’ ΗΣΙΟΔΩ ΧΑΟΥΣ(Διογένης Λαέρτιος – Βίοι Φιλοσόφων- Επίκουρος 2.6).
Σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, το 323 π.χ. εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στον Αθηναϊκό στρατό. Αργότερα, το 321π.χ. επέστρεψε στην οικογένειά του, που είχε μετακομίσει στο Κολοφώνα μετά την εκδίωξη των αθηναίων κληρούχων από τη Σάμο.
Ο Επίκουρος γνώρισε τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές της εποχής του. Διδάσκαλοί του ήταν ο πλατωνικός φιλόσοφος Πάμφιλος στη Σάμο, ο Ξενοκράτης της Ακαδημίας στην Αθήνα και ο Δημοκρίτειος Ναυσιφάνης στην Τέω, πόλη κοντινή στη Κολοφώνα. Από τους παλαιότερους φιλοσόφους περισσότερο εκτιμούσε τον Αναξαγόρα, τον Αρχέλαο και τον Δημόκριτο.
Στην ηλικία των τριάντα ετών μετέβηκε στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης για να διδάξει φιλοσοφία, αλλά σύντομα εγκατέλειψε το νησί για να μετεγκατασταθεί στην Λάμψακο της Ιωνίας. Εκεί δίδαξε για μια πενταετία, δημιουργώντας τον πρώτο επικούρειο φιλοσοφικό του κύκλο.
Σε μια εποχή πολιτικής και κοινωνικής αναστάτωσης(την αυτοκρατορία του Αλέξανδρου διαδέχονταν τα μεγάλα βασίλεια των  Αντιγονιδών, Πτολεμαίων και Σελευκιδών), ο Επίκουρος μεταφέρει στην Αθήνα το 306 π.χ. την σχολή του. Ιδρύει τον Κήπο όπως τον έλεγαν, σε μια ιδιόκτητη έκταση που αγόρασε ως Αθηναίος πολίτης.
Ο Επίκουρος απεβίωσε σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών.